ψυχρότης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (Text replacement - "(<\/b>) ([аАбБвВгГдДеЕёЁжЖзЗиИйЙкКлЛмМнНоОпПрРсСтТуУфФхХцЦчЧшШщЩъЪыЫьЬэЭюЮяЯ]+), ([аАбБвВгГдДеЕёЁжЖзЗиИйЙкКлЛмМнНоОпПрРсСтТу...)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psychrotis
|Transliteration C=psychrotis
|Beta Code=yuxro/ths
|Beta Code=yuxro/ths
|Definition=ητος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[coldness]], [[cold]], opp. [[θερμότης]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>16</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>437e</span>; ἡ τοῦ περιέχοντος ψ. καὶ στυγνότης <span class="bibl">Plb.4.21.1</span>: pl. ψυχρότητες [[chills]], [[frosts]], Plu.2.701b. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph. of persons, [[want of feeling]], [[bad taste]], <span class="bibl">D.18.256</span>: [[sluggishness]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fab.</span>17</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of exaggerated, glittering phrases and the like, [[frigidity]], Longin.3.4, <span class="bibl">Agatharch.21</span>, <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>6</span>, al.</span>
|Definition=-ητος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[coldness]], [[cold]], opp. [[θερμότης]], Hp.''VM''16, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 437e; ἡ τοῦ περιέχοντος ψ. καὶ στυγνότης Plb.4.21.1: pl. ψυχρότητες [[chills]], [[frosts]], Plu.2.701b.<br><span class="bld">II</span> metaph. of persons, [[want of feeling]], [[bad taste]], D.18.256: [[sluggishness]], Plu.''Fab.''17.<br><span class="bld">2</span> of exaggerated, glittering phrases and the like, [[frigidity]], Longin.3.4, Agatharch.21, Demetr.''Eloc.''6, al.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1405.png Seite 1405]] ητος, ἡ, 1) Kälte, Frost, Kühlung, Plat. Rep. IV, 437 e. – 2) übertr., das Frostige, Leere, Läppische in Ausdrücken, Reden, – 3) frostiges Wesen, Gleichgültigkeit, Kaltsinn, μή μου ψυχρότητα μηδεμίαν καταγνῷ [[μηδείς]] Dem. 18, 256; auch Ungunst, Unguade, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1405.png Seite 1405]] ητος, ἡ, 1) Kälte, Frost, Kühlung, Plat. Rep. IV, 437 e. – 2) übertr., das Frostige, Leere, Läppische in Ausdrücken, Reden, – 3) frostiges Wesen, Gleichgültigkeit, Kaltsinn, μή μου ψυχρότητα μηδεμίαν καταγνῷ [[μηδείς]] Dem. 18, 256; auch Ungunst, Unguade, Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ψυχρότης''': -ητος, , ὡς καὶ νῦν, ἡ ψυχρὰ [[κατάστασις]], ἀντίθετον τῷ [[θερμότης]], Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Πολ. 437Ε· τοῦ περιέχοντος ψ. καὶ [[στυγνότης]] Πολύβ. 4. 21, 1· πληθ. ψυχρότητες, τὰ κρύα, οἱ παγετοί, Πλούτ. 2. 704Β. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ προσώπων, ψυχρὰ [[διάθεσις]], [[ἔλλειψις]] θερμότητος αἰσθημάτων, Δημ. 312. 15· [[ἀδράνεια]], [[νωθρότης]], Πλουτ. Φάβ. 17. 2) ἐπὶ φράσεων ὑπερβολικῶν καὶ ἐξωγκωμένων ἢ ψυχρῶν, Λογγῖν. 3. 4.
|btext=ητος () :<br /><b>I.</b> [[froid]];<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> froideur, sang-froid;<br /><b>2</b> [[froideur]], [[indifférence]].<br />'''Étymologie:''' [[ψυχρός]].
}}
{{elnl
|elnltext=ψυχρότης -ητος, [ψυχρός] koude, kou; overdr. smakeloosheid; luiheid:. καί μου... μηδεμίαν ψυχρότητα καταγνῷ μηδείς laat niemand mij voor smakeloosheid veroordelen Dem. 18.256.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ητος () :<br /><b>I.</b> froid;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> froideur, sang-froid;<br /><b>2</b> froideur, indifférence.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχρός]].
|elrutext='''ψυχρότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1</b> тж. pl. [[холод]] Plat., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[холодность]], [[равнодушие]], [[вялость]], Dem., Plut.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψυχρότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ψυχρότητα]], [[κρύο]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για ανθρώπους, [[ψυχρότητα]] στην [[καρδιά]], [[έλλειψη]] θερμών αισθημάτων, σε Δημ.· [[νωθρότητα]], [[αδράνεια]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ψυχρότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ψυχρότητα]], [[κρύο]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για ανθρώπους, [[ψυχρότητα]] στην [[καρδιά]], [[έλλειψη]] θερμών αισθημάτων, σε Δημ.· [[νωθρότητα]], [[αδράνεια]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψυχρότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. холод Plat., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[холодность]], [[равнодушие]], [[вялость]], Dem., Plut.
|lstext='''ψυχρότης''': -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ψυχρὰ [[κατάστασις]], ἀντίθετον τῷ [[θερμότης]], Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Πολ. 437Ε· τοῦ περιέχοντος ψ. καὶ [[στυγνότης]] Πολύβ. 4. 21, 1· πληθ. ψυχρότητες, τὰ κρύα, οἱ παγετοί, Πλούτ. 2. 704Β. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ προσώπων, ψυχρὰ [[διάθεσις]], [[ἔλλειψις]] θερμότητος αἰσθημάτων, Δημ. 312. 15· [[ἀδράνεια]], [[νωθρότης]], Πλουτ. Φάβ. 17. 2) ἐπὶ φράσεων ὑπερβολικῶν καὶ ἐξωγκωμένων ἢ ψυχρῶν, Λογγῖν. 3. 4.
}}
{{elnl
|elnltext=ψυχρότης -ητος, [ψυχρός] koude, kou; overdr. smakeloosheid; luiheid:. καί μου... μηδεμίαν ψυχρότητα καταγνῷ μηδείς laat niemand mij voor smakeloosheid veroordelen Dem. 18.256.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυχρότης Medium diacritics: ψυχρότης Low diacritics: ψυχρότης Capitals: ΨΥΧΡΟΤΗΣ
Transliteration A: psychrótēs Transliteration B: psychrotēs Transliteration C: psychrotis Beta Code: yuxro/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ,
A coldness, cold, opp. θερμότης, Hp.VM16, Pl.R. 437e; ἡ τοῦ περιέχοντος ψ. καὶ στυγνότης Plb.4.21.1: pl. ψυχρότητες chills, frosts, Plu.2.701b.
II metaph. of persons, want of feeling, bad taste, D.18.256: sluggishness, Plu.Fab.17.
2 of exaggerated, glittering phrases and the like, frigidity, Longin.3.4, Agatharch.21, Demetr.Eloc.6, al.

German (Pape)

[Seite 1405] ητος, ἡ, 1) Kälte, Frost, Kühlung, Plat. Rep. IV, 437 e. – 2) übertr., das Frostige, Leere, Läppische in Ausdrücken, Reden, – 3) frostiges Wesen, Gleichgültigkeit, Kaltsinn, μή μου ψυχρότητα μηδεμίαν καταγνῷ μηδείς Dem. 18, 256; auch Ungunst, Unguade, Sp.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
I. froid;
II. fig. 1 froideur, sang-froid;
2 froideur, indifférence.
Étymologie: ψυχρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψυχρότης -ητος, ἡ [ψυχρός] koude, kou; overdr. smakeloosheid; luiheid:. καί μου... μηδεμίαν ψυχρότητα καταγνῷ μηδείς laat niemand mij voor smakeloosheid veroordelen Dem. 18.256.

Russian (Dvoretsky)

ψυχρότης: ητος ἡ
1 тж. pl. холод Plat., Polyb., Plut.;
2 холодность, равнодушие, вялость, Dem., Plut.

Greek Monotonic

ψυχρότης: -ητος, ἡ,
I. ψυχρότητα, κρύο, σε Πλάτ.
II. μεταφ., λέγεται για ανθρώπους, ψυχρότητα στην καρδιά, έλλειψη θερμών αισθημάτων, σε Δημ.· νωθρότητα, αδράνεια, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

ψυχρότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ ψυχρὰ κατάστασις, ἀντίθετον τῷ θερμότης, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Πολ. 437Ε· τοῦ περιέχοντος ψ. καὶ στυγνότης Πολύβ. 4. 21, 1· πληθ. ψυχρότητες, τὰ κρύα, οἱ παγετοί, Πλούτ. 2. 704Β. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ προσώπων, ψυχρὰ διάθεσις, ἔλλειψις θερμότητος αἰσθημάτων, Δημ. 312. 15· ἀδράνεια, νωθρότης, Πλουτ. Φάβ. 17. 2) ἐπὶ φράσεων ὑπερβολικῶν καὶ ἐξωγκωμένων ἢ ψυχρῶν, Λογγῖν. 3. 4.

Middle Liddell

ψυχρότης, ητος, ἡ,
I. coldness, cold, Plat.
II. metaph. of persons, coldness of heart, Dem.: sluggishness, Plut.

English (Woodhouse)

coolness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)