μικτός: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=miktos
|Transliteration C=miktos
|Beta Code=mikto/s
|Beta Code=mikto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[mixed]], [[blended]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>1114</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phlb.</span>22d</span>, etc.; opp. [[ἁπλοῦς]], <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>547e</span>; <b class="b3">μ. ἐκ τούτων</b> [[compounded]] of these, <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>837b</span>, cf. <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>41</span>. Adv. -τῶς <span class="bibl">Str.1.2.27</span>, Gal.9.703. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[motley]], POxy.1153.14 (i A. D.). (In early texts μεικτός (which is written in <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>292.25</span>, al. (iii B. C.)) should prob. be restored, v. [[μείγνυμι]].) </span>
|Definition=μικτή, μικτόν,<br><span class="bld">A</span> [[mixed]], [[blended]], Ar.''Th.''1114, [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 22d, etc.; opp. [[ἁπλοῦς]], Id.''R.''547e; <b class="b3">μ. ἐκ τούτων</b> [[compounded]] of these, Id.''Lg.''837b, cf. D.H.''Dem.''41. Adv. [[μικτῶς]] Str.1.2.27, Gal.9.703.<br><span class="bld">2</span> [[motley]], POxy.1153.14 (i A. D.). (In early texts μεικτός (which is written in ''PCair.Zen.''292.25, al. (iii B. C.)) should prob. be restored, v. [[μείγνυμι]].)  
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br />mêlé, mélangé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μίγνυμι]].
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br />[[mêlé]], [[mélangé]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μίγνυμι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικτός Medium diacritics: μικτός Low diacritics: μικτός Capitals: ΜΙΚΤΟΣ
Transliteration A: miktós Transliteration B: miktos Transliteration C: miktos Beta Code: mikto/s

English (LSJ)

μικτή, μικτόν,
A mixed, blended, Ar.Th.1114, Pl.Phlb. 22d, etc.; opp. ἁπλοῦς, Id.R.547e; μ. ἐκ τούτων compounded of these, Id.Lg.837b, cf. D.H.Dem.41. Adv. μικτῶς Str.1.2.27, Gal.9.703.
2 motley, POxy.1153.14 (i A. D.). (In early texts μεικτός (which is written in PCair.Zen.292.25, al. (iii B. C.)) should prob. be restored, v. μείγνυμι.)

German (Pape)

[Seite 185] gemischt, zu mischen, Gegensatz von εἱλικρινές, Plat. Tim. 76 b, von ἁπλοῦς, Rep. VIII, 547 e, öfter, u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
mêlé, mélangé.
Étymologie: adj. verb. de μίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

μικτός:
1 смешанный (ἐκ τούτων Plat., Arst.);
2 составной, сложный (οὐχ ἁπλοῦς, ἀλλὰ μ. Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

μικτός: -ή, -όν, (μίγνυμι) μεμιγμένος, σύμμικτος, σύνθετος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1114, Πλάτ., κτλ.· ἀντίθετον τῷ ἁπλοῦς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 547Ε· μ. ἐκ τούτων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 837Β, πρβλ. Διογ. Ἁλ. π. Δημ. 41.

Greek Monolingual

και μεικτός, -ή, -ό (ΑΜ μεικτός και μικτός, -ή, -όν) μίγνυμι
αυτός που αποτελείται από διάφορα και διαφορετικής φύσεως στοιχεία, αναμεμιγμένος, σύμμικτος, ανάμικτος, σύνθετος
νεοελλ.
φρ. α) «μικτή γλώσσα» — γλώσσα ανάμικτη με στοιχεία δημοτικής και καθαρεύουσας
β) «μικτά σχολεία» — σχολεία στα οποία φοιτούν μαθητές και τών δύο φύλων
γ) «μικτός αριθμός» — πραγματικός αριθμός που σύγκειται από ακέραιο και κλασματικό
δ) «μικτό δάσος»
βοτ. i) μεταβατική ζώνη βλάστησης μεταξύ ενός δάσους κωνοφόρων και ενός δάσους πλατυφύλλων, ιδιαίτερα στο βόρειο ημισφαίριο
ii) δάσος με δύο ή περισσότερα κυρίαρχα είδη δένδρων
ε) «μικτός γάμος» — γάμος μεταξύ ετερόδοξων χριστιανών
αρχ.
πολύχρωμος, παρδαλός.
επίρρ...
μικτῶς και -ά (Α μικτῶς)
αναμεμιγμένα, ανάμικτα.

Greek Monotonic

μικτός: -ή, -όν (μίγνυμι), ανάμεικτος, σύμμικτος, σύνθετος, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

μικτός, ή, όν μίγνυμι
mixed, blended, compound, Plat., etc.