Μεγαρικός: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Megarikos | |Transliteration C=Megarikos | ||
|Beta Code=*megariko/s | |Beta Code=*megariko/s | ||
|Definition= | |Definition=Μεγαρική, Μεγαρικόν, ''Megarian'', [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''522, etc.; <b class="b3">Μεγαρικοὶ κέραμοι</b>, and in the language of trade [[Μεγαρικά]], [[Megarian pottery]], Sch.Ar.''Nu.''1205; cf. [[Μαγαρικός]]: [[Μεγαρικοί]], οἱ, [[philosophers of the Megarian school]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1046b29, D.L.2.106; οἱ M. διαλεκτικοί Phld.''Rh.''1.279 S.; M. ἐρωτήματα Chrysipp.Stoic.2.90: fem. Μεγαρίς (''[[sc.]]'' [[γῆ]]), [[Megarian territory]], Th. 2.31, etc. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=Μεγᾰρικός, ή, όν<br />Megarian, Ar., etc.:—fem. [[Μεγαρίς]] (sc. γῆ), the Megarian [[territory]], Megarid, Thuc. | |mdlsjtxt=Μεγᾰρικός, ή, όν<br />Megarian, Ar., etc.:—fem. [[Μεγαρίς]] (''[[sc.]]'' γῆ), the Megarian [[territory]], Megarid, Thuc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:26, 25 August 2023
English (LSJ)
Μεγαρική, Μεγαρικόν, Megarian, Ar.Ach.522, etc.; Μεγαρικοὶ κέραμοι, and in the language of trade Μεγαρικά, Megarian pottery, Sch.Ar.Nu.1205; cf. Μαγαρικός: Μεγαρικοί, οἱ, philosophers of the Megarian school, Arist.Metaph.1046b29, D.L.2.106; οἱ M. διαλεκτικοί Phld.Rh.1.279 S.; M. ἐρωτήματα Chrysipp.Stoic.2.90: fem. Μεγαρίς (sc. γῆ), Megarian territory, Th. 2.31, etc.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Mégare ; ἡ Μεγαρική (γῆ) la Mégaride.
Étymologie: Μέγαρα.
Russian (Dvoretsky)
Μεγᾰρικός: мегарский Arph. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Μεγαρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ Μέγαρα ἢ τοὺς Μεγαρεῖς, Ἀριστοφ. κτλ.· Μεγαρικοὶ κέραμοι, καὶ κατὰ τὴν ἐμπορικὴν γλῶσσαν, Μεγαρικά, σκεύη πήλινα ἐκ Μεγάρων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1023, κτλ.· - Μεγαρικοί, οἱ, φιλόσοφοι τῆς Μεγαρικῆς σχολῆς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 3, 1, ἴδε Διογ. Λ. 2. κεφ. 10· - θηλυκ. Μεγαρὶς (ἐξυπ. γῆ), ἡ Μεγαρικὴ χώρα, Θουκ. 2. 31, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Μεγαρικαὶ σφίγγες· Καλλίας πόρνας τινὰς οὕτως εἴρηκεν».
Greek Monotonic
Μεγᾰρικός: -ή, -όν, Μεγαρικός, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τα Μέγαρα, σε Αριστοφ. κ.λπ.· θηλ. Μεγαρίς (δηλ. γῆ), η περιφέρεια των Μεγάρων, η Μεγαρίδα, σε Θουκ.
Middle Liddell
Μεγᾰρικός, ή, όν
Megarian, Ar., etc.:—fem. Μεγαρίς (sc. γῆ), the Megarian territory, Megarid, Thuc.