ἀδιάλυτος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=adialytos | |Transliteration C=adialytos | ||
|Beta Code=a)dia/lutos | |Beta Code=a)dia/lutos | ||
|Definition= | |Definition=ἀδιάλυτον,<br><span class="bld">A</span> undissolved: indissoluble, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 80b; [[ἕνωσις]] Ph.2.635; [[σύμβασις]] Hierocl.p.17.23 A.:—[[indestructible]], Epicur.''Fr.'' 356 (nisi Hermarcho tribuendum); στερεὰ καὶ ἀ. Id.''Nat.''14.2.<br><span class="bld">II</span> [[irreconcilable]]. Adv. [[ἀδιαλύτως]], πολεμεῖν πρός τινα Plb.18.37.4.<br><span class="bld">III</span> [[ἀδιάλυτον]], τό, = [[ἡλιοτρόπιον]], Ps.-Dsc.4.190. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:28, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀδιάλυτον,
A undissolved: indissoluble, Pl.Phd. 80b; ἕνωσις Ph.2.635; σύμβασις Hierocl.p.17.23 A.:—indestructible, Epicur.Fr. 356 (nisi Hermarcho tribuendum); στερεὰ καὶ ἀ. Id.Nat.14.2.
II irreconcilable. Adv. ἀδιαλύτως, πολεμεῖν πρός τινα Plb.18.37.4.
III ἀδιάλυτον, τό, = ἡλιοτρόπιον, Ps.-Dsc.4.190.
Spanish (DGE)
-ον
I 1indisoluble lo divino op. a lo mortal, Pl.Phd.80b, ἕνωσις Ph. en Eus.PE 8.14 (p.386), σύμβασις Hierocl.p.17.23, τὸ γὰρ συνεργὲς εὐνόως γινόμενον ὡς ἐξ ἑαυτοῦ ἀδιάλυτον πρὸς ἅπαντα Aristeas 242, δεσμός Procl.in Ti.1.314.14
•incorrupto τὸ σῶμα Procl.in R.2.153.
2 indestructible στερεὸς καὶ ἀ. Epicur.Ep.[2] 54.6, γῆ Epicur.Nat.14.35.3, μὴ βουλομένου γὰρ αὐτὰ φθαρτὰ εἶναι πάντως ἂν ἔμενεν ἀδιάλυτα Phlp.Aet.129.12.
3 subst. τὸ ἀ. bot. heliotropo, Heliotropum europaeum L., Ps.Dsc.4.190, Ps.Apul.Herb.49.9.
II adv. -ως
1 indisolublemente Procl.in Ti.1.397.1.
2 sin reconciliación posible πολεμεῖν Plb.18.37.4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
indissoluble.
Étymologie: ἀ, διαλύω.
German (Pape)
unauflöslich, neben ἀθάνατος Plat. Phaed. 80b; φιλίαι Dion.Hal. 6.7.
• Adv. ἀδιαλύτως, πολεμεῖν Pol. 18.20.4; s. ἄσπονδος.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάλῠτος:
1 неразложимый, неразрушимый (τὸ θεῖν Plat.);
2 нерасторжимый, неразрывно сплоченный (στῖφος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάλῠτος: -ον, ὁ μὴ διαλελυμένος, ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, Πλάτ. Φαίδων 80Β. ΙΙ. ἀφιλίωτος, ὡς ἐν τῷ ἐπιρρ. ἀδιαλύτως ἔχειν προς τινα, Πολύβ. 18. 20, 4.
Greek Monotonic
ἀδιάλῠτος: -ον (διαλύω), αδιάλυτος, αδιάλλακτος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
διαλύω
undissolved, indissoluble, Plat.