στραγγίζω: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(6_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=straggizo | |Transliteration C=straggizo | ||
|Beta Code=straggi/zw | |Beta Code=straggi/zw | ||
|Definition=(στράγξ) < | |Definition=([[στράγξ]])<br><span class="bld">A</span> [[squeeze out]], ὕδωρ Dsc.1.30; στραγγιεῖ τὸ αἷμα [[LXX]] ''Le.''1.15; [[press]], [[squeeze the water out of]] crushed olives which have been immersed, ''Gp.''9.32.1:—Pass., Dsc.2.76; ἐρεβίνθους στραγγιζομένους ''Hippiatr.''38; <b class="b3">ἐστραγγισμένου τοῦ ὕδατος</b> ibid.<br><span class="bld">II</span> Med., = [[στρεύγομαι]], Sch.Il.15.511, ''EM''729.50: Act. in same sense, Sch.Od.12.351. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στραγγίζω''': (στρὰγξ) διὰ τῆς πιέσεως [[ἐξάγω]], [[ἐκπιέζω]], [[ὕδωρ]] Διοσκ. 1. 32· στραγγιεῖ τὸ [[αἷμα]] Ἑβδ. (Λευ. Α΄ , 15· - [[πιέζω]], [[ἐκπιέζω]], ἐλαίας Γεωπ. 9. 32. Ἡσύχ. ΙΙ. Μέσ. = [[στρεύγομαι]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 511, Ἐτυμολ. Μέγ.· ἀλλὰ τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Μ. 351. | |lstext='''στραγγίζω''': (στρὰγξ) διὰ τῆς πιέσεως [[ἐξάγω]], [[ἐκπιέζω]], [[ὕδωρ]] Διοσκ. 1. 32· στραγγιεῖ τὸ [[αἷμα]] Ἑβδ. (Λευ. Α΄, 15· - [[πιέζω]], [[ἐκπιέζω]], ἐλαίας Γεωπ. 9. 32. Ἡσύχ. ΙΙ. Μέσ. = [[στρεύγομαι]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 511, Ἐτυμολ. Μέγ.· ἀλλὰ τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Μ. 351. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[στράγξ]], -<i>γγός</i>]<br /><b>1.</b> [[βγάζω]] το [[υγρό]] που περιέχεται σε [[κάτι]] συμπιέζοντας το ή αφήνοντας το να στεγνώσει με αποστάλαξη (α. «[[στραγγίζω]] τα ρούχα» β. «[[στραγγίζω]] ἐλαίας», Γεωπ.<br />γ. «στραγγιεῖ τὸ [[αἷμα]]», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[διηθώ]], [[σουρώνω]] (α. «[[στραγγίζω]] το [[κρασί]]» β. «ἐστραγγισμένου τοῦ ὕδατος», Ιππιατρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />1.<b>(αμτβ.)</b> [[χάνω]] το [[υγρό]] που περιέχεται [[μέσα]] μου, [[στεγνώνω]] (α. «στράγγιξε [[τελείως]] το [[τυρί]]» β. «άφησα τα χόρτα στο [[σουρωτήρι]] να στραγγίξουν»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πίνω]] ή [[χύνω]] [[τελείως]], ως την τελευταία [[σταγόνα]], το [[υγρό]] από [[δοχείο]] (α. «αυτός, [[παιδί]] μου, στράγγισε ολόκληρη τη [[μπουκάλα]] με το [[κρασί]]» β. «στράγγισα το [[ποτήρι]] μου»)<br /><b>3.</b> [[χάνω]] την [[ικμάδα]] μου, εξαντλούμαι [[τελείως]] («στράγγισε από την [[κούραση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>στραγγίζομαι</i><br />εξαντλούμαι. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:28, 25 August 2023
English (LSJ)
(στράγξ)
A squeeze out, ὕδωρ Dsc.1.30; στραγγιεῖ τὸ αἷμα LXX Le.1.15; press, squeeze the water out of crushed olives which have been immersed, Gp.9.32.1:—Pass., Dsc.2.76; ἐρεβίνθους στραγγιζομένους Hippiatr.38; ἐστραγγισμένου τοῦ ὕδατος ibid.
II Med., = στρεύγομαι, Sch.Il.15.511, EM729.50: Act. in same sense, Sch.Od.12.351.
German (Pape)
[Seite 950] ausdrücken, auspressen, πιέζω, Hesych., Diosc. u. LXX.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγίζω: (στρὰγξ) διὰ τῆς πιέσεως ἐξάγω, ἐκπιέζω, ὕδωρ Διοσκ. 1. 32· στραγγιεῖ τὸ αἷμα Ἑβδ. (Λευ. Α΄, 15· - πιέζω, ἐκπιέζω, ἐλαίας Γεωπ. 9. 32. Ἡσύχ. ΙΙ. Μέσ. = στρεύγομαι, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ο. 511, Ἐτυμολ. Μέγ.· ἀλλὰ τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Μ. 351.
Greek Monolingual
ΝΜΑ στράγξ, -γγός]
1. βγάζω το υγρό που περιέχεται σε κάτι συμπιέζοντας το ή αφήνοντας το να στεγνώσει με αποστάλαξη (α. «στραγγίζω τα ρούχα» β. «στραγγίζω ἐλαίας», Γεωπ.
γ. «στραγγιεῖ τὸ αἷμα», ΠΔ)
2. διηθώ, σουρώνω (α. «στραγγίζω το κρασί» β. «ἐστραγγισμένου τοῦ ὕδατος», Ιππιατρ.)
νεοελλ.
1.(αμτβ.) χάνω το υγρό που περιέχεται μέσα μου, στεγνώνω (α. «στράγγιξε τελείως το τυρί» β. «άφησα τα χόρτα στο σουρωτήρι να στραγγίξουν»)
2. μτφ. πίνω ή χύνω τελείως, ως την τελευταία σταγόνα, το υγρό από δοχείο (α. «αυτός, παιδί μου, στράγγισε ολόκληρη τη μπουκάλα με το κρασί» β. «στράγγισα το ποτήρι μου»)
3. χάνω την ικμάδα μου, εξαντλούμαι τελείως («στράγγισε από την κούραση»)
αρχ.
μέσ. στραγγίζομαι
εξαντλούμαι.