ἀκονάω: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "τί" to "τί") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akonao | |Transliteration C=akonao | ||
|Beta Code=a)kona/w | |Beta Code=a)kona/w | ||
|Definition=([[ἀκόνη]]) < | |Definition=([[ἀκόνη]])<br><span class="bld">A</span> [[sharpen]], [[whet]], μαχαίρας Ar.''Fr.''684; λόγχην [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.2.33:—Med., ἀκονᾶσθαι μαχαίρας Id.''HG''7.5.20:—Pass., Arist.''Pr.''886b10, Phld.''Sign.''34.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[spur]], [[goad on]], D.25.46; [[provoke]], γλῶσσαν ἠκονημένος ''Trag.Adesp.''423, cf. X.''Oec.''21.3, Ph.1.469, al., Chor. in ''Jahrb.''9.184; θυμὸν ἐπ' ἐλπίδι τινὸς ἀ. Demad.17:—Pass., Ph.2.178, al. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:28, 25 August 2023
English (LSJ)
(ἀκόνη)
A sharpen, whet, μαχαίρας Ar.Fr.684; λόγχην X.Cyr.6.2.33:—Med., ἀκονᾶσθαι μαχαίρας Id.HG7.5.20:—Pass., Arist.Pr.886b10, Phld.Sign.34.
2 metaph., spur, goad on, D.25.46; provoke, γλῶσσαν ἠκονημένος Trag.Adesp.423, cf. X.Oec.21.3, Ph.1.469, al., Chor. in Jahrb.9.184; θυμὸν ἐπ' ἐλπίδι τινὸς ἀ. Demad.17:—Pass., Ph.2.178, al.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀκονέω Arist.Pr.964b36
1 afilar μαχαίρας A.Fr.705, λόγχην X.Cyr.6.2.33, σμίλην Herod.7.119, τοὺς ὀδόντας Aesop.252, πρίων ἀκονώμενος Arist.Pr.886b10, ἅρπη ἠκονημένη Sosith.2.18, tb. v. med. ἀκονᾶσθαι λόγχας καὶ μαχαίρας X.HG 7.5.20.
2 fig. aguzar τὰς γλώσσας LXX Ps.63.4, γλῶσσαν ἠκονημένος afilado de lengua, Trag.Adesp.423, tb. v. med. γλῶτταν Ph.2.191, ψυχὴν ἐπὶ τὸ πονεῖν X.Oec.21.3, διάνοιαν Ph.2.367
•incitar D.25.46, θυμοὺς ἐπ' ἐλπίδι τῆς ἐλευθερίας ... ἠκόνησαν Demad.87.17, τοὺς κατ' ἀλλήλων θυμούς Plb.23.11.8, πρὸς εὐτολμίαν Cyr.Al.Luc.1.74, εἰς φιλεργίαν Cyr.Al.Luc.2.103.
German (Pape)
[Seite 76] (-νη), schärfen, wetzen, λόγχας Xen. Cyr. 6, 2, 33; med., λόγχας καὶ μαχαίρας Hell. 7, 5, 20; κεραυνόν Luc. Tim. 19; πρίων ἀκονώμενος Arist. Probl. 7, 5; ὀδόντας Aesop. 54. – Übertr. anreizen, anfeuern, ψυχὴν ἐπί τι Xen. O. 21, 3; τί τοῦτον ἀκονᾷς; Dem. 25, 46; πόλιν ἐφ' ἑαυτόν Ep. 2; Plut. u. Sp. bes. γλῶσσαν.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀκονήσω, ao. ἠκόνησα, pf. Pass. ἠκόνημαι;
aiguiser, acc. ; fig. γλῶσσαν ἠκονήμενος PLUT qui a la langue aiguisée ; τί τοῦτον ἀκονᾷς ; DÉM pourquoi l'excites-tu ? litt. l'aiguises-tu ?;
Moy. ἀκονάομαι, ἀκονῶμαι, aiguiser pour soi, acc..
Étymologie: ἀκόνη.
Russian (Dvoretsky)
ἀκονάω: (ᾰκ) тж. med.
1 точить, делать острым (λόγχας καὶ μάχαιρας Xen.; ὀδόντας Aesop.): πρίων ἀκονώμενος Arst. оттачиваемая пила; ἄκραν γλῶσσαν ἠκονημένος Plut. (человек) острый на язык;
2 возбуждать, подстрекать, воспламенять (τὰς ψυχὰς ἐπί τι Xen.; πόλιν ἐπί τινα Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκονάω: μέλλ, -ήσω, (ἀκόνη) ἀκονῶ, ὀξύνω τι, μαχαίρας, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 501· λόγχην, Ξεν. Κύρ. 6. 2. 33: - μέσ., ἀκονᾶσθαι μαχαίρας, ἀκονᾶν τὰ ἑαυτῶν ξίφη, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 7. 5, 20. 2) μεταφ., ὡς τὸ θήγω, ὀξύνω, παρακονάω, Λατ. Acuo, παροξύνω, ἐρεθίζω, ἐξάπτω· γλῶσσαν ἠκονημένος, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. σύγκρισις Λυσάνδρου καὶ Σύλλα 4· πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 21. 3· θυμὸν ἐπ’ ἐλπίδι τινὸς ἀκονᾱν, Δημάδ. 180.30.
Greek Monotonic
ἀκονάω: μέλ. -ήσω (ἀκόνη), ακονίζω, τροχίζω, μαχαίρας, σε Αριστοφ.· λόγχην, σε Ξεν. — Μέσ., ἀκονᾶσθαι μαχαίρας, τροχίζουν τα ξίφη τους, στον ίδ.
Middle Liddell
ἀκόνη
to sharpen, whet, μαχαίρας Ar.; λόγχην Xen.:—Mid., ἀκονᾶσθαι μαχαίρας to sharpen their swords, Ar.