περιολισθάνω: Difference between revisions
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
m (Text replacement - "εἰς" to "εἰς") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periolisthano | |Transliteration C=periolisthano | ||
|Beta Code=periolisqa/nw | |Beta Code=periolisqa/nw | ||
|Definition=[[slip about]]. | |Definition=[[slip about]]. Hp.''Art.''47; [[slip away all round]], Id.''VM'' 22. cf. D.H. 14.10; <b class="b3">ναῦς π.</b> [[slips off]] the engine, Plu.''Marc.''15; <b class="b3">τὰ βέλη π. ἀπὸ [τῶν βυρσῶν]</b> [[glance off]] them, J.''BJ''3.7.10: metaph., <b class="b3">ἡδονὴ π. εἰς τὸ σῶμα</b> ([[varia lectio|v.l.]] for δι-) Plu.2.1089d: later περιολισθ-ολισθαίνω, metaph., [[wander]], [[stray from the point]], Plot.2.2.1. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
slip about. Hp.Art.47; slip away all round, Id.VM 22. cf. D.H. 14.10; ναῦς π. slips off the engine, Plu.Marc.15; τὰ βέλη π. ἀπὸ [τῶν βυρσῶν] glance off them, J.BJ3.7.10: metaph., ἡδονὴ π. εἰς τὸ σῶμα (v.l. for δι-) Plu.2.1089d: later περιολισθ-ολισθαίνω, metaph., wander, stray from the point, Plot.2.2.1.
French (Bailly abrégé)
1 glisser tout autour ; glisser à côté de ou hors de;
2 fig. se glisser dans, avec εἰς et l'acc..
Étymologie: περί, ὀλισθάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ολισθάνω wegglijden, afglijden.
Greek Monolingual
Α
1. ολισθαίνω, γλιστρώ προς τα πλάγια
2. γλιστρώ εδώ κι εκεί, ξεγλιστρώ, ξεφεύγω
3. μτφ. εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὀλισθάνω «γλιστρώ»].
Greek Monotonic
περιολισθάνω: αόρ. βʹ -ώλισθον, ολισθαίνω ολόγυρα, ξεγλιστρώ, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
περιολισθάνω: ὀλισθαίνω εἰς τὰ πλάγια, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814· ὀλισθαίνω ὁλόγυρα, ὁ αὐτ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 18· μέχρις οὗ τῶν ἀνδρῶν ἀπορριφθέντων καὶ διασφενδονισθέντων, κενὴ προσπέσοι τοῖς τείχεσιν ἢ περιολίσθοι τῆς λαβῆς ἀνείσης Πλουτ. Μάρκελλ. 15· ὡς περιολισθάνοι ἀπ’ αὐτῶν τὰ λοιπὰ βέλη Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 10· μεταφορ., ἡδονὴ π. εἰς τὸ σῶμα Πλούτ. 2. 1089D. - Παρὰ μεταγεν., -ολισθαίνω.
Middle Liddell
aor2 -ώλισθον
to slip away all round, slip off, Plut.
German (Pape)
(ὀλισθάνω), herum-, darüberhin- und hergleiten, ausgleiten, fallen, Plut. Marcell. 15 und sonst.