ἀνεπιτήδευτος: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anepitideftos | |Transliteration C=anepitideftos | ||
|Beta Code=a)nepith/deutos | |Beta Code=a)nepith/deutos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνεπιτήδευτον,<br><span class="bld">A</span> [[made without care]] or [[design]], [[artless]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''22, cf. 25, Onos.10.3, Luc.''Hist.Conscr.''44. Adv. [[ἀνεπιτηδεύτως]] Phld. ''Rh.''1.156 S., D.H.''Lys.''8, Luc.''Pisc.''12.<br><span class="bld">II</span> [[unpractised]], [[untried]], οὐδέν ἀμίμητον οὐδ' ἀ. Plu.''Alc.''23. Adv. [[ἀνεπιτηδεύτως]], γλώττης οὐκ ἀ. εἶχεν Philostr.''VA''7.27. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνεπιτήδευτον,
A made without care or design, artless, D.H.Comp.22, cf. 25, Onos.10.3, Luc.Hist.Conscr.44. Adv. ἀνεπιτηδεύτως Phld. Rh.1.156 S., D.H.Lys.8, Luc.Pisc.12.
II unpractised, untried, οὐδέν ἀμίμητον οὐδ' ἀ. Plu.Alc.23. Adv. ἀνεπιτηδεύτως, γλώττης οὐκ ἀ. εἶχεν Philostr.VA7.27.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no practicado οὐδὲν ἦν ἀμίμητον οὐδ' ἀνεπιτήδευτον Plu.Alc.23.
2 carente de práctica εἰς τέχνην Hsch.
3 subst. τὸ ἀ. descuido, falta de artificio o afectación en lit., D.H.Comp.97.11, 130.1, Luc.Hist.Cons.44, Syrian.in Hermog.1 p.12.5, en la conducta, M.Ant.7.60.
II adv. -ως
1 sin práctica γλώττης τε οὐκ ἀ. εἶχεν Philostr.VA 7.27.
2 sin arte o artificio ἀσ[ά] φεια γίνεται ... ἀ. Phld.Rh.1.156, ἀ. καὶ οὐ κατὰ τέχνην D.H.Lys.8, λέγεται D.H.Is.7, ἀ. περιστέλλουσα Luc.Pisc.12.
German (Pape)
[Seite 225] ungekünstelt, ungesucht, Luc. Hist. scrib. 44; καὶ ἀφελές D. Hal. C. V. 22; – nicht durch Kunst zu erreichen, Plut. Alc. 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 fait sans soin ou sans art;
2 à quoi l'on ne peut s'appliquer, qu'on ne peut entreprendre.
Étymologie: ἀ, ἐπιτηδεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπιτήδευτος:
1 безыскуственный, естественный (sc. λόγοι Luc.);
2 не приобретаемый искусственно: Ἀλκιβιάδῃ οὐδὲν ἦν ἀμίμητον οὐδ᾽ ἀνεπιτήδευτον Plut. Алкивиад всему подражал и все усваивал.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιτήδευτος: -ον, ὁ ἄνευ ἐπιτηδεύσεως, ἁπλοῦς, ἀπροσποίητος, ἀφελής, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. Ὀνομ. 22, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 44: - Ἐπίρρ. -τως Διον. Ἁλ. σ. 468. ΙΙ. ὁ μὴ ἠσκημένος, ὁ μὴ δεδοκιμασμένος, οὐδὲν ἀμίμητον οὐδ’ ἀν. Πλουτ. Ἀλκ. 23.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπιτήδευτος, -ον)
ο χωρίς επιτήδευση, απροσποίητος, απλός
αρχ.
μη ασκημένος, μη δοκιμασμένος σε κάτι.
Greek Monotonic
ἀνεπιτήδευτος: -ον (ἐπιτηδεύω),
I. φτιαγμένος χωρίς φροντίδα ή σχέδιο, απλός, άτεχνος, σε Λουκ.
II. αδοκίμαστος, άπειρος, μη εξασκημένος, σε Θουκ., Πλούτ.
Middle Liddell
ἐπιτηδεύω
I. made without care or design, simple, artless, Luc.
II. unpractised, untried, Plut.