μεταιτέω: Difference between revisions
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metaiteo | |Transliteration C=metaiteo | ||
|Beta Code=metaite/w | |Beta Code=metaite/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[demand one's share of]], c. gen. rei, τῆς βασιληΐης μ. Hdt. 4.146, cf. 7.150; also [[μέρος]] τινὸς μ. Ar.''V.''972.<br><span class="bld">2</span> abs., μ. παρά τινος D.19.222, cf. Luc.''Nec.''17.<br><span class="bld">II</span> [[beg of]], [[ask alms of]], c. acc. pers., [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''775.<br><span class="bld">III</span> [[beg]], [[solicit]], τὴν ἐφήμερον τροφήν Luc. ''Cyn.''2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
A demand one's share of, c. gen. rei, τῆς βασιληΐης μ. Hdt. 4.146, cf. 7.150; also μέρος τινὸς μ. Ar.V.972.
2 abs., μ. παρά τινος D.19.222, cf. Luc.Nec.17.
II beg of, ask alms of, c. acc. pers., Ar.Eq.775.
III beg, solicit, τὴν ἐφήμερον τροφήν Luc. Cyn.2.
German (Pape)
[Seite 147] seinen Theil wovon fordern, μέρος τινός, Ar. Vesp. 972; τῆς βασιληΐης μεταιτέοντες, Her. 4, 146, τί, 7, 150; auch παρὰ τούτων, ἀφ' ὧν εἰλήφασι, μεταιτεῖν, Dem. 19, 222, von diesen einen Theil von dem, was sie bekommen haben, fordern; u. Sp., auch abs., Luc. Necyom. 17; – τινά, von Einem fordern, Ar. Equ. 772.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
demander une part : τινός, de qch ; mendier, acc..
Étymologie: μετά, αἰτέω.
Russian (Dvoretsky)
μεταιτέω:
1 требовать (себе) (μ. μέρος τινός Arph.; μ. παρά τινος Dem.): μ. τῆς βασιληΐης Her. требовать себе долю в царской власти;
2 просить, выпрашивать (τὴν τροφήν Luc.): μ. τινα Arph. выпрашивать у кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
μεταιτέω: ἀπαιτῶ τὸ μερίδιόν μου ἔκ τινος, τῆς βασιληίης μ. Ἡρόδ. 4. 146, πρβλ. 7. 150. 2) ἐνίοτε ὁρίζεται τὸ μέρος τὸ ὁποῖον ἀπαιτεῖ τις, μέρος τινὸς μ. Ἀριστοφ. Σφ. 972· πρβλ. μεταδίδωμι. 3) ἀπολ., μ. παρά τινος Δημ. 410. 12. ΙΙ. ἐκλιπαρῶ, παρακαλῶ, μετ’ αἰτιατ. προσώπ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 775. ΙΙΙ. ἐπαιτῶ, διαφέρεις γὰρ οὐδὲν σὺ τῶν πτωχῶν, οἳ τὴν ἐφήμερον τροφὴν μετεταιτοῦσιν Λουκ. Κυνικὸς 2.
Greek Monotonic
μεταιτέω: μέλ. -ήσω,
I. ζητώ το μερίδιό μου από κάτι, με γεν., σε Ηρόδ.· επίσης, μεταιτεῖν μέρος τινός, σε Αριστοφ.· αμτβ., μεταιτῶ παρά τινος, σε Δημ.
II. ζητιανεύω, ζητώ ελεημοσύνη, με αιτ. προσ., σε Αριστοφ.
III. επαιτώ, ζητώ με επιμονή, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to demand one's share of a thing, c. gen., Hdt.: also μεταιτεῖν μέρος τινός Ar.:—absol., μ. παρά τινος Dem.
II. to beg of, ask alms of, c. acc. pers., Ar.
III. to beg, solicit, Luc.