ἐξοδιάζω: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksodiazo | |Transliteration C=eksodiazo | ||
|Beta Code=e)codia/zw | |Beta Code=e)codia/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[scatter]], [ὀστᾶ] πρὸς τὸν ἄνεμον Nic.Dam.118 J.<br><span class="bld">2</span> [[pay in full]], [[defray]], [[discharge]], τὸ ἀνάλωμα ''IG''5(1).1167 (Gythium); <b class="b3">τινὶ τὸ διάφορον</b> ib.1390.52 (Andania); τὰ γεγραμμένα τισί ''Test.Epict.''7.8, cf. ''IG''12(3).168.7 (Astypalaea):—Pass., [[LXX]] ''4 Ki.''12.12(13): metaph. in Act., Gal.''Anim.Pass.''1.2 (dub.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
A scatter, [ὀστᾶ] πρὸς τὸν ἄνεμον Nic.Dam.118 J.
2 pay in full, defray, discharge, τὸ ἀνάλωμα IG5(1).1167 (Gythium); τινὶ τὸ διάφορον ib.1390.52 (Andania); τὰ γεγραμμένα τισί Test.Epict.7.8, cf. IG12(3).168.7 (Astypalaea):—Pass., LXX 4 Ki.12.12(13): metaph. in Act., Gal.Anim.Pass.1.2 (dub.).
German (Pape)
[Seite 884] ausgeben, verwenden, wie Schol. Ar. Plut. 380 ἀναλώσας durch ἐξοδιάσας erkl.; LXX. u. Sp., wie Inscr. 1391.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοδιάζω: διασκορπίζω, Νικολ. Δαμ. παρὰ Στοβ. 614. 22. 2) ἀποτίνω, πληρώνω, τὰ ἀναλώματα τῶν τέκνων ἐξοδιασάντων Ἐπιγρ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1391· ἀπολ., Ἐπιγρ. Θηρ. αὐτόθι 2448, 26· πρβλ. Ahrens π. Δωρ. σ. 65· πρβλ. ἔξοδος IV. 3) ἀναλίσκω, δαπανῶ, ἐξοδιάζω ὡς καὶ νῦν λέγομεν, ἐν τῷ Παθ., εἰς πάντα ὅσα ἐξωδιάσθη ἐπὶ τὸν οἶκον Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12).
Greek Monolingual
(I)
και ξοδιάζω (AM ἐξοδιάζω) εξόδιος
ξοδεύω, δαπανώ
μσν.- νεοελλ.
1. υποβάλλω σε έξοδα
2. (για ζωή, καιρό) περνώ («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη»)
3. ξεπουλώ
4. θυσιάζομαι
5. διασκορπίζω
αρχ.
καταβάλλω τα έξοδα, πληρώνω.
(II)
(Μ ἐξοδιάζω) εξόδιος
κηδεύω.