ξυλίτης: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksylitis
|Transliteration C=ksylitis
|Beta Code=culi/ths
|Beta Code=culi/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like wood]]: name of a fish, Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ξυλῖτις]] (''[[sc.]]'' [[γῆ]]), ἡ, [[timber-bearing land]], PPetr.3p.223 (iii B. C.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>387.9</span> (iii B. C.), <span class="bibl"><span class="title">PLille</span> 5.20</span> (iii B. C.); later <b class="b3">ξ. χέρσος</b>, opp. [[σπόριμος]], <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>2.267.99</span> (ii A. D.), <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>703.5</span> (ii A. D.).</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[like wood]]: name of a fish, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[ξυλῖτις]] (''[[sc.]]'' [[γῆ]]), ἡ, [[timber-bearing land]], PPetr.3p.223 (iii B. C.), ''PCair.Zen.''387.9 (iii B. C.), ''PLille'' 5.20 (iii B. C.); later <b class="b3">ξ. χέρσος</b>, opp. [[σπόριμος]], ''PLond.''2.267.99 (ii A. D.), ''BGU''703.5 (ii A. D.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλίτης Medium diacritics: ξυλίτης Low diacritics: ξυλίτης Capitals: ΞΥΛΙΤΗΣ
Transliteration A: xylítēs Transliteration B: xylitēs Transliteration C: ksylitis Beta Code: culi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,
A like wood: name of a fish, Hsch.
II ξυλῖτις (sc. γῆ), ἡ, timber-bearing land, PPetr.3p.223 (iii B. C.), PCair.Zen.387.9 (iii B. C.), PLille 5.20 (iii B. C.); later ξ. χέρσος, opp. σπόριμος, PLond.2.267.99 (ii A. D.), BGU703.5 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 281] ὁ, holzähnlich, ein Fisch, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλίτης: -ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς ξύλον· ὄνομα ἰχθύος παρ’ Ἡσυχ.

Greek Monolingual

ο (Α ξυλίτης, θηλ. ξυλῑτις, -ίτιδος)
νεοελλ.
1. χημ. αζωτούχα κυκλική και αρωματική ένωση, γνωστή και ως τρινιτρο-μ-ξυλόλιο, που χρησιμοποιείται ως ισχυρή εκρηκτική ύλη
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που μοιάζει με ξύλο
2. ως ουσ. ονομασία ενός είδους ψαριού
3. το θηλ. ἡ ξυλῑτις
(ενν. γῆ) γη που αποφέρει ξυλεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. -ίτης / -ῖτις (πρβλ. λιμεν-ίτης / λιμεν-ῖτις). Ο τ. ξυλίτης ως ονομασία ψαριού είναι αμφίβολης προέλευσης και πιθ. οφείλεται στο χρώμα ή στη σκληρότητα του δέρματος του συγκεκριμένου ψαριού. Η λ. ξυλίτης ως νεοελλ. επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xylite].