μονοήμερος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(25)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monoimeros
|Transliteration C=monoimeros
|Beta Code=monoh/meros
|Beta Code=monoh/meros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μονήμερος]], <b class="b2">in one day</b>, <span class="bibl">Batr.303</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">curing in one day</b>, of remedies, Gal.12.712, al., <span class="bibl">Aët.7.103</span>; <b class="b2">requiring one day</b>, of alchemical operations, Zos. Alch.<span class="bibl">p.140</span> B. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">σκευὴ ἄγουσα</b> (sc. <b class="b3">δαίμονας</b>) μονοημέρους <b class="b2">on the selfsame day</b>, PMag.Par.1.2442.</span>
|Definition=μονοήμερον,<br><span class="bld">A</span> = [[μονήμερος]], [[in one day]], Batr.303.<br><span class="bld">II</span> [[curing in one day]], of remedies, Gal.12.712, al., Aët.7.103; [[requiring one day]], of alchemical operations, Zos. Alch.p.140 B.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">σκευὴ ἄγουσα</b> (''[[sc.]]'' [[δαίμονας]]) μονοημέρους [[on the selfsame day]], PMag.Par.1.2442.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] = [[μονήμερος]], Batrach. 305.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] = [[μονήμερος]], Batrach. 305.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μονήμερος]].<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ἡμέρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονοήμερος:''' [[однодневный]] (πολέμου [[τελετή]], [[varia lectio|v.l.]] [[πόλεμος]] Batr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοήμερος''': -ον, = [[μονήμερος]], Βατραχομ. 305.
|lstext='''μονοήμερος''': -ον, = [[μονήμερος]], Βατραχομ. 305.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μονήμερος]].<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ἡμέρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μονήμερος]], -η, -ο (ΑΜ [[μονοήμερος]] και [[μονήμερος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί μία [[ημέρα]] ή αυτός που ζει μία [[ημέρα]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[τόπο]]) αυτός που βρίσκεται σε [[απόσταση]] μιας ημέρας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απαιτεί μία [[μέρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που παραμένει για μία [[ημέρα]]<br /><b>3.</b> (για φάρμακα) αυτός που θεραπεύει [[μέσα]] σε μία [[ημέρα]]<br /><b>4.</b> αυτός που εμφανίζεται ή δρα [[κάθε]] [[μέρα]] («σκευὴ ἄγουσα μονοημέρους», πάπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοημερίς</i> και <i>μονημερίς</i> και <i>μονήμερα</i><br />την [[ίδια]] [[μέρα]], [[μέσα]] σε μία [[μέρα]], [[αυθημερόν]].
|mltxt=και [[μονήμερος]], -η, -ο (ΑΜ [[μονοήμερος]] και [[μονήμερος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί μία [[ημέρα]] ή αυτός που ζει μία [[ημέρα]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[τόπο]]) αυτός που βρίσκεται σε [[απόσταση]] μιας ημέρας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απαιτεί μία [[μέρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που παραμένει για μία [[ημέρα]]<br /><b>3.</b> (για φάρμακα) αυτός που θεραπεύει [[μέσα]] σε μία [[ημέρα]]<br /><b>4.</b> αυτός που εμφανίζεται ή δρα [[κάθε]] [[μέρα]] («σκευὴ ἄγουσα μονοημέρους», πάπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοημερίς</i> και <i>μονημερίς</i> και <i>μονήμερα</i><br />την [[ίδια]] [[μέρα]], [[μέσα]] σε μία [[μέρα]], [[αυθημερόν]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μονοήμερος:''' -ον, αυτός που διαρκεί μόνο [[μία]] [[ημέρα]], σε Βατραχομ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μονο-ήμερος, ον<br />[[lasting]] one day only, Batr.
}}
}}

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοήμερος Medium diacritics: μονοήμερος Low diacritics: μονοήμερος Capitals: ΜΟΝΟΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: monoḗmeros Transliteration B: monoēmeros Transliteration C: monoimeros Beta Code: monoh/meros

English (LSJ)

μονοήμερον,
A = μονήμερος, in one day, Batr.303.
II curing in one day, of remedies, Gal.12.712, al., Aët.7.103; requiring one day, of alchemical operations, Zos. Alch.p.140 B.
III σκευὴ ἄγουσα (sc. δαίμονας) μονοημέρους on the selfsame day, PMag.Par.1.2442.

German (Pape)

[Seite 203] = μονήμερος, Batrach. 305.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μονήμερος.
Étymologie: μόνος, ἡμέρα.

Russian (Dvoretsky)

μονοήμερος: однодневный (πολέμου τελετή, v.l. πόλεμος Batr.).

Greek (Liddell-Scott)

μονοήμερος: -ον, = μονήμερος, Βατραχομ. 305.

Greek Monolingual

και μονήμερος, -η, -ο (ΑΜ μονοήμερος και μονήμερος, -ον)
αυτός που διαρκεί μία ημέρα ή αυτός που ζει μία ημέρα
μσν.
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε απόσταση μιας ημέρας
αρχ.
1. αυτός που απαιτεί μία μέρα
2. αυτός που παραμένει για μία ημέρα
3. (για φάρμακα) αυτός που θεραπεύει μέσα σε μία ημέρα
4. αυτός που εμφανίζεται ή δρα κάθε μέρα («σκευὴ ἄγουσα μονοημέρους», πάπ.).
επίρρ...
μονοημερίς και μονημερίς και μονήμερα
την ίδια μέρα, μέσα σε μία μέρα, αυθημερόν.

Greek Monotonic

μονοήμερος: -ον, αυτός που διαρκεί μόνο μία ημέρα, σε Βατραχομ.

Middle Liddell

μονο-ήμερος, ον
lasting one day only, Batr.