δάρατος: Difference between revisions
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=daratos | |Transliteration C=daratos | ||
|Beta Code=da/ratos | |Beta Code=da/ratos | ||
|Definition=ὁ, a Thessalian kind of < | |Definition=ὁ, a Thessalian kind of<br><span class="bld">A</span> [[bread]], Maced. [[δράμις]], Seleuc. ap. Ath.3.114b: neut. δάρατον, τό, prob. in ''IG''9(2).1202 (Coropa, vi/v B.C.).<br><span class="bld">II</span> [[unleavened bread]], Nic.''Fr.''184:—also fem. pl. δαράται, αἱ, [[cakes]] offered at marriage and registration ceremonies by a [[φρατρία]], ''Michel''995''A''5, al. (Delph., v/iv B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, a Thessalian kind of
A bread, Maced. δράμις, Seleuc. ap. Ath.3.114b: neut. δάρατον, τό, prob. in IG9(2).1202 (Coropa, vi/v B.C.).
II unleavened bread, Nic.Fr.184:—also fem. pl. δαράται, αἱ, cakes offered at marriage and registration ceremonies by a φρατρία, Michel995A5, al. (Delph., v/iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 523] ὁ, = ἄρτος ἄζυμος, Ath. III, 110 d.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pain thessalien non levé qui ressemble à δράμις.
Étymologie: DELG mot dialectal technique et rituel, sans étym. ; cf. δαράται.
Greek (Liddell-Scott)
δάρατος: ὁ, εἶδος Θεσσαλικοῦ ἄρτου, Σέλευκ. παρ’ Ἀθην. 114Β.
Greek Monolingual
δάρατος, ο (Α)
1. είδος ψωμιού στη Θεσσαλία
2. (το ουδ.) δάρατον, το
ψωμί ζυμωμένο χωρίς προζύμι
3. (το θηλ. στον πληθ.) δαράται
γλυκίσματα που προσφέρονται στις τελετές του γάμου ή της καταγραφής τών παιδιών από τη φατρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για λ. διαλεκτική της τεχνικής και τελετουργικής ορολογίας].