τερθρεία: Difference between revisions
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
(Bailly1_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=terthreia | |Transliteration C=terthreia | ||
|Beta Code=terqrei/a | |Beta Code=terqrei/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[use of extreme subtlety]], [[hair-splitting]], [[formal pedantry]], Isoc.10.4, Phld.''Oec.''p.75 J., Ph.2.191, al.; <b class="b3">τ. μυθική</b> in religion, D.H. 2.19; of disputes about words, Gal.8.637, ''UP''4.9; εἴτις εἰς τὴν Στωϊκὴν τ. ἀπάγοι τὸν λόγον Procl.''in Prm.''p.534 S.<br><span class="bld">II</span> = [[στρατεία]] 3, Phot., Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1093.png Seite 1093]] ἡ, Gaukelei, Blendwerk, Possen, bes. λόγων, spitzfindiges Geschwatz, Windbeutelei, VLL., Plut. u. a. Sp.; ῥητορική, S. Emp. adv. rhett. 22; übh. Täuschung, Betrug, D. L. prooem. 17; μυθική, D. Hal. 2, 19. – Einige alte Erkl. leiten es von [[τερατεία]] ab, Moeris. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1093.png Seite 1093]] ἡ, Gaukelei, Blendwerk, Possen, bes. λόγων, spitzfindiges Geschwatz, Windbeutelei, VLL., Plut. u. a. Sp.; ῥητορική, S. Emp. adv. rhett. 22; übh. Täuschung, Betrug, D. L. prooem. 17; μυθική, D. Hal. 2, 19. – Einige alte Erkl. leiten es von [[τερατεία]] ab, Moeris. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[tour de charlatan]], [[hâblerie]], [[jonglerie]].<br />'''Étymologie:''' [[τερθρεύω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τερθρεία:''' ἡ [[фокусничество]], [[хитросплетение]] (τ. καὶ [[στωμυλία]] Plut.): ἡ τ. [[ῥητορική]] Sext. риторическая изворотливость. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τερθρεία''': ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, [[χρῆσις]] τεχνασμάτων καὶ ἀπάτης, ἀγυρτία, [[τερατολογία]], Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἰσοκρ. 209Α, πρβλ. Runnck. εἰς Πλάτ. Τίμ. ([[Κατὰ]] τὸν Μοῖριν σ. 364, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ [[τερατεία]]). - Καθ’ Ἡσύχ. «[[τερθρεία]]· [[λογομαχία]]. [[ἀπάτη]]. [[φλυαρία]]. [[φληναφία]]». | |lstext='''τερθρεία''': ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, [[χρῆσις]] τεχνασμάτων καὶ ἀπάτης, ἀγυρτία, [[τερατολογία]], Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἰσοκρ. 209Α, πρβλ. Runnck. εἰς Πλάτ. Τίμ. ([[Κατὰ]] τὸν Μοῖριν σ. 364, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ [[τερατεία]]). - Καθ’ Ἡσύχ. «[[τερθρεία]]· [[λογομαχία]]. [[ἀπάτη]]. [[φλυαρία]]. [[φληναφία]]». | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=ἡ, ΜΑ [[τερθεύομαι]]<br />(στη [[ρητορική]]) [[χρήση]] σοφιστικής ή σχολαστικής λεπτολογίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λογομαχία]] σχετικά με λέξεις<br /><b>2.</b> [[φλυαρία]] που γίνεται [[κυρίως]] για [[παραπλάνηση]]<br /><b>3.</b> [[εκστρατεία]] που γινόταν με σκοπό την [[άσκηση]] τών νέων εκείνων που υπηρέτησαν ως περίπολοι, [[στρατεία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A use of extreme subtlety, hair-splitting, formal pedantry, Isoc.10.4, Phld.Oec.p.75 J., Ph.2.191, al.; τ. μυθική in religion, D.H. 2.19; of disputes about words, Gal.8.637, UP4.9; εἴτις εἰς τὴν Στωϊκὴν τ. ἀπάγοι τὸν λόγον Procl.in Prm.p.534 S.
II = στρατεία 3, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1093] ἡ, Gaukelei, Blendwerk, Possen, bes. λόγων, spitzfindiges Geschwatz, Windbeutelei, VLL., Plut. u. a. Sp.; ῥητορική, S. Emp. adv. rhett. 22; übh. Täuschung, Betrug, D. L. prooem. 17; μυθική, D. Hal. 2, 19. – Einige alte Erkl. leiten es von τερατεία ab, Moeris.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
tour de charlatan, hâblerie, jonglerie.
Étymologie: τερθρεύω.
Russian (Dvoretsky)
τερθρεία: ἡ фокусничество, хитросплетение (τ. καὶ στωμυλία Plut.): ἡ τ. ῥητορική Sext. риторическая изворотливость.
Greek (Liddell-Scott)
τερθρεία: ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, χρῆσις τεχνασμάτων καὶ ἀπάτης, ἀγυρτία, τερατολογία, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἰσοκρ. 209Α, πρβλ. Runnck. εἰς Πλάτ. Τίμ. (Κατὰ τὸν Μοῖριν σ. 364, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ τερατεία). - Καθ’ Ἡσύχ. «τερθρεία· λογομαχία. ἀπάτη. φλυαρία. φληναφία».
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ τερθεύομαι
(στη ρητορική) χρήση σοφιστικής ή σχολαστικής λεπτολογίας
αρχ.
1. λογομαχία σχετικά με λέξεις
2. φλυαρία που γίνεται κυρίως για παραπλάνηση
3. εκστρατεία που γινόταν με σκοπό την άσκηση τών νέων εκείνων που υπηρέτησαν ως περίπολοι, στρατεία.