εὐήνιος: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(13_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evinios | |Transliteration C=evinios | ||
|Beta Code=eu)h/nios | |Beta Code=eu)h/nios | ||
|Definition= | |Definition=εὐήνιον, ([[ἡνία]]) [[obedient to the rein]], ἅρμα Emp.4.5; ὀχήματα Pl. ''Phdr.''247b; ἵπποι -ώτατοι Id.''R.''467e; of persons, [[tractable]], [[docile]], Id.''Lg.''730b; τὸ ἀγαθὸν εὐ. ὄν Porph.''Abst.''2.39; of a disease, [[easily yielding]], Hp.''Virg.''1; cf. [[εὐάνιος]]. Adv. [[εὐηνίως]] = [[patiently]], [[tractably]], Pl. ''Sph.''217d, Plu.2.9b; ζῆν Arr.''Epict.''4.7.12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1067.png Seite 1067]] leicht zu zügeln, zu lenken; τὰ θεῶν ὀχήματα Plat. Phaedr. 247 b; ἐφ' ἵππων εὐηνιωτάτων Rep. V, 467 e; dem [[εὐπειθής]] entsprechend, Legg. IX, 880 a u. Sp.; bei Hippocr. = leicht zu heilen. – Adv., εὐηνίως καὶ ἀλύπως προσδιαλέγεσθαι, so daß man sich leicht leiten läßt, Plat. Soph. 217 c; εὐηνιώτατα, Antiph. bei VLL., εὖ ἔχοντα erkl. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1067.png Seite 1067]] leicht zu zügeln, zu lenken; τὰ θεῶν ὀχήματα Plat. Phaedr. 247 b; ἐφ' ἵππων εὐηνιωτάτων Rep. V, 467 e; dem [[εὐπειθής]] entsprechend, Legg. IX, 880 a u. Sp.; bei Hippocr. = leicht zu heilen. – Adv., εὐηνίως καὶ ἀλύπως προσδιαλέγεσθαι, so daß man sich leicht leiten läßt, Plat. Soph. 217 c; εὐηνιώτατα, Antiph. bei VLL., εὖ ἔχοντα erkl. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />docile au frein, facile à conduire ; <i>en parl. de pers.</i> docile, doux;<br /><i>Sp.</i> εὐηνιώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἡνία]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐήνιος:'''<br /><b class="num">1</b> [[слушающийся повода]], [[легко управляемый]], [[послушный]] (ὁχήματα, ἵπποι Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[кроткий]] ([[ἄνθρωπος]], [[ψυχή]] Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὐήνιος''': -ον, ([[ἡνία]]) εὐπειθὴς εἰς τὰς ἡνίας, εὐχερῶς συρόμενος, ἅρμα Ἐμπεδ. 49· ὀχήματα Πλάτ. Φαῖδρ. 247Β· ἵπποι εὐηνιώτατοι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 467Ε· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ 730Β· ἐπὶ νόσου, ἡ εὐκόλως ὑποχωροῦσα εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ φαρμάκου, Ἱππ. 562, 50· πρβλ. [[εὐάνιος]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐήνιον· [[καλῶς]] ἡνιοχούμενον, ἐπὶ μηδενὶ ἀνιώμενον, πρᾶον». - Ἐπιρρ. -ως, εὐπειθῶς, Πλάτ. Σοφιστ. 217C, κτλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο (ΑΜ [[εὐήνιος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[υπάκουος]] στα [[ηνία]], αυτός που κυβερνιέται εύκολα με [[χαλινάρι]] (α. «εὐήνια ὀχήματα» β. «ἵπποι εὐηνιώτατοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) αυτός που χειραγωγείται εύκολα, ο [[εύπλαστος]]<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>εὐήνια</i><br />με [[υπακοή]] («ἵππον εὐήνια προποδίζοντα»)<br />(για νόσο) αυτή που υποχωρεί, που θεραπεύεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ηνίαι</i> «[[ηνία]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐήνιος:''' -ον ([[ἡνία]]), [[υπάκουος]] στο [[χαλινάρι]], [[ευπειθής]], σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐ-ήνιος, ον [[ἡνία]]<br />[[obedient]] to the [[rein]], [[tractable]], Plat. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[docile]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐήνιον, (ἡνία) obedient to the rein, ἅρμα Emp.4.5; ὀχήματα Pl. Phdr.247b; ἵπποι -ώτατοι Id.R.467e; of persons, tractable, docile, Id.Lg.730b; τὸ ἀγαθὸν εὐ. ὄν Porph.Abst.2.39; of a disease, easily yielding, Hp.Virg.1; cf. εὐάνιος. Adv. εὐηνίως = patiently, tractably, Pl. Sph.217d, Plu.2.9b; ζῆν Arr.Epict.4.7.12.
German (Pape)
[Seite 1067] leicht zu zügeln, zu lenken; τὰ θεῶν ὀχήματα Plat. Phaedr. 247 b; ἐφ' ἵππων εὐηνιωτάτων Rep. V, 467 e; dem εὐπειθής entsprechend, Legg. IX, 880 a u. Sp.; bei Hippocr. = leicht zu heilen. – Adv., εὐηνίως καὶ ἀλύπως προσδιαλέγεσθαι, so daß man sich leicht leiten läßt, Plat. Soph. 217 c; εὐηνιώτατα, Antiph. bei VLL., εὖ ἔχοντα erkl.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
docile au frein, facile à conduire ; en parl. de pers. docile, doux;
Sp. εὐηνιώτατος.
Étymologie: εὖ, ἡνία.
Russian (Dvoretsky)
εὐήνιος:
1 слушающийся повода, легко управляемый, послушный (ὁχήματα, ἵπποι Plat.);
2 кроткий (ἄνθρωπος, ψυχή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐήνιος: -ον, (ἡνία) εὐπειθὴς εἰς τὰς ἡνίας, εὐχερῶς συρόμενος, ἅρμα Ἐμπεδ. 49· ὀχήματα Πλάτ. Φαῖδρ. 247Β· ἵπποι εὐηνιώτατοι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 467Ε· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ 730Β· ἐπὶ νόσου, ἡ εὐκόλως ὑποχωροῦσα εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ φαρμάκου, Ἱππ. 562, 50· πρβλ. εὐάνιος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐήνιον· καλῶς ἡνιοχούμενον, ἐπὶ μηδενὶ ἀνιώμενον, πρᾶον». - Ἐπιρρ. -ως, εὐπειθῶς, Πλάτ. Σοφιστ. 217C, κτλ.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ εὐήνιος, -ον)
1. ο υπάκουος στα ηνία, αυτός που κυβερνιέται εύκολα με χαλινάρι (α. «εὐήνια ὀχήματα» β. «ἵπποι εὐηνιώτατοι», Πλάτ.)
2. (για ανθρώπους) αυτός που χειραγωγείται εύκολα, ο εύπλαστος
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εὐήνια
με υπακοή («ἵππον εὐήνια προποδίζοντα»)
(για νόσο) αυτή που υποχωρεί, που θεραπεύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηνίαι «ηνία»].
Greek Monotonic
εὐήνιος: -ον (ἡνία), υπάκουος στο χαλινάρι, ευπειθής, σε Πλάτ.
Middle Liddell
εὐ-ήνιος, ον ἡνία
obedient to the rein, tractable, Plat.