ὀχετηγός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
(3b)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ochetigos
|Transliteration C=ochetigos
|Beta Code=o)xethgo/s
|Beta Code=o)xethgo/s
|Definition=όν, (ἄγω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">conducting</b> or <b class="b2">drawing off water by a ditch</b> or <b class="b2">conduit</b>, ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ὀ. ἀπὸ κρήνης μελανύδρου ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ <span class="bibl">Il.21.257</span>: metaph., <b class="b3">πνεῦμα ὀ</b>., of the flute, <span class="title">AP</span>9.505.6; <b class="b3">ἑῶν ὀ. ἐρώτων</b>, of the Alpheus, ib.362.5, cf. 5.284 (Agath.); <b class="b3">ἔρως ὀ. ἀνίης</b> ib.<span class="bibl">228</span> (Maced.).</span>
|Definition=ὀχετηγόν, ([[ἄγω]]) [[conducting]] or [[drawing off water by a ditch]] or [[conduit]], ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ὀ. ἀπὸ κρήνης μελανύδρου ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ Il.21.257: metaph., <b class="b3">πνεῦμα ὀ.</b>, of the flute, ''AP''9.505.6; <b class="b3">ἑῶν ὀ. ἐρώτων</b>, of the Alpheus, ib.362.5, cf. 5.284 (Agath.); <b class="b3">ἔρως ὀ. ἀνίης</b> ib.228 (Maced.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0429.png Seite 429]] einen Graben, Kanal zum Leiten des Wassers ziehend, [[ἀνήρ]], Il. 21, 257, sp. D., Maneth. 6, 422; auch übertr., [[πνεῦμα]] ὀχετηγόν, von der Flöte, Ep. ad. (IX, 3, 505, 5); ἑῶν ὀχετηγὸς ἐρώτων, vom Flußgott, Symm. her. 21 (IX, 362); vgl. Agath. 6 (V, 285).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0429.png Seite 429]] einen Graben, Kanal zum Leiten des Wassers ziehend, [[ἀνήρ]], Il. 21, 257, sp. D., Maneth. 6, 422; auch übertr., [[πνεῦμα]] ὀχετηγόν, von der Flöte, Ep. ad. (IX, 3, 505, 5); ἑῶν ὀχετηγὸς ἐρώτων, vom Flußgott, Symm. her. 21 (IX, 362); vgl. Agath. 6 (V, 285).
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />[[qui amène par un conduit]], [[qui fait dériver par un canal]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀχετός]], [[ἄγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχετηγός:'''<br /><b class="num">1</b> проводящий канал(ы), отводящий воду (ἀπὸ κρήνης Hom.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[служащий проводником]] (ἐρώτων, ἀνίης Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχετηγός''': -όν, (ἄγω) ὁ διοχετεύων [[ὕδωρ]] δι’ αὔλακος ἢ ὀχετοῦ, ὡς δ’ ὅτ’ ἀνὴρ ὀχ. ἀπὸ κρήνης μελανύδρου ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ Ἰλ. Φ. 257· μεταφορ., [[πνεῦμα]] ὀχετ., ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 505, 6· [[οὕτως]] ὁ Ἀλφειὸς λέγεται: ἑῶν ὀχετ. ἐρώτων [[αὐτόθι]] 362, 5, πρβλ. 5. 285· [[ἔρως]] ὀχ. ἀνίης [[αὐτόθι]] 5. 229· νοῦ, ὀχετηγὲ θεῶν, ὁδηγέ, ἀρχηγέ, Συνεσ. Ὕμν. 3. 168.
|lstext='''ὀχετηγός''': -όν, (ἄγω) ὁ διοχετεύων [[ὕδωρ]] δι’ αὔλακος ἢ ὀχετοῦ, ὡς δ’ ὅτ’ ἀνὴρ ὀχ. ἀπὸ κρήνης μελανύδρου ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ Ἰλ. Φ. 257· μεταφορ., [[πνεῦμα]] ὀχετ., ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 505, 6· [[οὕτως]] ὁ Ἀλφειὸς λέγεται: ἑῶν ὀχετ. ἐρώτων [[αὐτόθι]] 362, 5, πρβλ. 5. 285· [[ἔρως]] ὀχ. ἀνίης [[αὐτόθι]] 5. 229· νοῦ, ὀχετηγὲ θεῶν, ὁδηγέ, ἀρχηγέ, Συνεσ. Ὕμν. 3. 168.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui amène par un conduit, qui fait dériver par un canal.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχετός]], [[ἄγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀχετηγός]] και [[ὀχεταγωγός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που διοχετεύει [[νερό]] με [[αυλάκι]] ή τάφρο<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὀχετηγός]]<br />[[κατασκευαστής]] αυλάκων ή τάφρων για [[διοχέτευση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀχετός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως. Ο τ. [[ὀχεταγωγός]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀχετός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]].
|mltxt=[[ὀχετηγός]] και [[ὀχεταγωγός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που διοχετεύει [[νερό]] με [[αυλάκι]] ή τάφρο<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ὀχετηγός]]<br />[[κατασκευαστής]] αυλάκων ή τάφρων για [[διοχέτευση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀχετός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως. Ο τ. [[ὀχεταγωγός]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀχετός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀχετηγός:''' -όν ([[ὀχετός]], [[ἄγω]]), αυτός που καθοδηγεί τη ροή του νερού ή διοχετεύει το [[νερό]] μέσω αυλακιού ή τάφρου, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., [[πνεῦμα]] ὀχετηγόν, λέγεται για τον αυλό, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀχετηγός:''' -όν ([[ὀχετός]], [[ἄγω]]), αυτός που καθοδηγεί τη ροή του νερού ή διοχετεύει το [[νερό]] μέσω αυλακιού ή τάφρου, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., [[πνεῦμα]] ὀχετηγόν, λέγεται για τον αυλό, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ὀχετηγός:''' <b class="num">1)</b> проводящий канал(ы), отводящий воду (ἀπὸ κρήνης Hom.);<br /><b class="num">2)</b> перен. служащий проводником (ἐρώτων, ἀνίης Anth.).
|mdlsjtxt=ὀχετ-ηγός, όν [[ὀχετός]], ἄγω]<br />[[conducting]] or [[drawing]] off [[water]] by a [[ditch]] or [[conduit]], Il.: metaph., [[πνεῦμα]] ὀχ., of the [[flute]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχετηγός Medium diacritics: ὀχετηγός Low diacritics: οχετηγός Capitals: ΟΧΕΤΗΓΟΣ
Transliteration A: ochetēgós Transliteration B: ochetēgos Transliteration C: ochetigos Beta Code: o)xethgo/s

English (LSJ)

ὀχετηγόν, (ἄγω) conducting or drawing off water by a ditch or conduit, ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ὀ. ἀπὸ κρήνης μελανύδρου ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ Il.21.257: metaph., πνεῦμα ὀ., of the flute, AP9.505.6; ἑῶν ὀ. ἐρώτων, of the Alpheus, ib.362.5, cf. 5.284 (Agath.); ἔρως ὀ. ἀνίης ib.228 (Maced.).

German (Pape)

[Seite 429] einen Graben, Kanal zum Leiten des Wassers ziehend, ἀνήρ, Il. 21, 257, sp. D., Maneth. 6, 422; auch übertr., πνεῦμα ὀχετηγόν, von der Flöte, Ep. ad. (IX, 3, 505, 5); ἑῶν ὀχετηγὸς ἐρώτων, vom Flußgott, Symm. her. 21 (IX, 362); vgl. Agath. 6 (V, 285).

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui amène par un conduit, qui fait dériver par un canal.
Étymologie: ὀχετός, ἄγω.

Russian (Dvoretsky)

ὀχετηγός:
1 проводящий канал(ы), отводящий воду (ἀπὸ κρήνης Hom.);
2 перен. служащий проводником (ἐρώτων, ἀνίης Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀχετηγός: -όν, (ἄγω) ὁ διοχετεύων ὕδωρ δι’ αὔλακος ἢ ὀχετοῦ, ὡς δ’ ὅτ’ ἀνὴρ ὀχ. ἀπὸ κρήνης μελανύδρου ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ Ἰλ. Φ. 257· μεταφορ., πνεῦμα ὀχετ., ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 505, 6· οὕτως ὁ Ἀλφειὸς λέγεται: ἑῶν ὀχετ. ἐρώτων αὐτόθι 362, 5, πρβλ. 5. 285· ἔρως ὀχ. ἀνίης αὐτόθι 5. 229· νοῦ, ὀχετηγὲ θεῶν, ὁδηγέ, ἀρχηγέ, Συνεσ. Ὕμν. 3. 168.

Greek Monolingual

ὀχετηγός και ὀχεταγωγός, -όν (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που διοχετεύει νερό με αυλάκι ή τάφρο
2. το αρσ. ως ουσ.ὀχετηγός
κατασκευαστής αυλάκων ή τάφρων για διοχέτευση νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχετός + -ηγός (< ἄγω), με έκταση λόγω συνθέσεως. Ο τ. ὀχεταγωγός < ὀχετός + ἀγωγός.

Greek Monotonic

ὀχετηγός: -όν (ὀχετός, ἄγω), αυτός που καθοδηγεί τη ροή του νερού ή διοχετεύει το νερό μέσω αυλακιού ή τάφρου, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., πνεῦμα ὀχετηγόν, λέγεται για τον αυλό, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀχετ-ηγός, όν ὀχετός, ἄγω]
conducting or drawing off water by a ditch or conduit, Il.: metaph., πνεῦμα ὀχ., of the flute, Anth.