εἰσαγωγικός: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
m (LSJ1 replacement) |
|||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eisagogikos | |Transliteration C=eisagogikos | ||
|Beta Code=ei)sagwgiko/s | |Beta Code=ei)sagwgiko/s | ||
|Definition= | |Definition=εἰσαγωγική, εἰσαγωγικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[importation]], [[τέλη]] [[import]] duties, opp. [[ἐξαγωγικά]], Str.17.1.13.<br><span class="bld">II</span> [[introductory]], [[elementary]], συλλογισμοί Chrysipp.Stoic.2.7, Ptol. ''Tetr.''16, etc. Adv. [[εἰσαγωγικῶς]] Papp. adApollon.Perg.''Con.Prooem.''5: Comp. εἰσαγωγικώτερον Ph.''Fr.''8H. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[relativo a la importación]] τέλη ... τὰ μὲν εἰσαγωγικά, τὰ δὲ ἐξαγωγικά Str.17.1.13.<br /><b class="num">2</b> [[isagógico]], [[introductorio]], [[elemental]] βιβλία Gal.19.12, ποιησώμεθα ... τὸν λόγον κατὰ τὸν εἰσαγωγικὸν τρόπον Ptol.<i>Tetr</i>.1.3.20, Περὶ συλλογισμῶν εἰσαγωγικῶν tít. de una obra de Crisipo, D.L.7.195, de otra obra del mismo Εἰσαγωγικὴ περὶ ἀγαθῶν καὶ κακῶν Πραγματεία Ath.464d, cf. Gal.18(2).926, στοιχειωδέστατον γὰρ τοῦτο καὶ εἰσαγωγικόν Porph.<i>in Cat</i>.56.28, διδασκαλίαι Eus.<i>DE</i> 7.1 (p.311.31).<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[elementalmente]], [[de manera elemental]] τοῦτο ... εἰ. ... ἐκλαβεῖν [[δεῖ]] Didym.<i>in Ps</i>.69.4, cf. M.39.1632A. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0740.png Seite 740]] ή, όν, zur Einleitung gehörig, K. S. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0740.png Seite 740]] ή, όν, zur Einleitung gehörig, K. S. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰσᾰγωγικός:''' [[вступительный]], [[вводный]] или [[подготовительный]] (συλλογισμοί Diog. L.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσᾰγωγικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ὡρισμένος διὰ τὴν εἰσαγωγήν, εἰσαγωγικὰ τέλη, οἱ ἐπὶ τῶν εἰσαγομένων φόροι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἐξαγωγικά, Στράβων 798. ΙΙ. [[εἰσαγωγικός]], [[στοιχειώδης]], Ἐκκλ. | |lstext='''εἰσᾰγωγικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ὡρισμένος διὰ τὴν εἰσαγωγήν, εἰσαγωγικὰ τέλη, οἱ ἐπὶ τῶν εἰσαγομένων φόροι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἐξαγωγικά, Στράβων 798. ΙΙ. [[εἰσαγωγικός]], [[στοιχειώδης]], Ἐκκλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰσαγωγικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εισαγωγή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα εισαγωγικά</i><br />[[σημείο]] στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για [[αυτολεξεί]] [[μεταφορά]] λόγων άλλου ή για [[παράδειγμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εισαγωγικές εξετάσεις» — εξετάσεις για [[εισαγωγή]] σε εκπαιδευτικά ιδρύματα<br />β) «[[εισαγωγικός]] [[βαθμός]]» — ο [[ιεραρχικός]] [[βαθμός]] εισόδου, με τον οποίο αρχίζει [[υπάλληλος]] τη [[σταδιοδρομία]] του<br /><b>μσν.</b><br />ο [[εισαγωγικός]]<br />α) [[αρχάριος]]<br />β) [[δόκιμος]] [[μοναχός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στοιχειώδης]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰσαγωγικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εισαγωγή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα εισαγωγικά</i><br />[[σημείο]] στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για [[αυτολεξεί]] [[μεταφορά]] λόγων άλλου ή για [[παράδειγμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εισαγωγικές εξετάσεις» — εξετάσεις για [[εισαγωγή]] σε εκπαιδευτικά ιδρύματα<br />β) «[[εισαγωγικός]] [[βαθμός]]» — ο [[ιεραρχικός]] [[βαθμός]] εισόδου, με τον οποίο αρχίζει [[υπάλληλος]] τη [[σταδιοδρομία]] του<br /><b>μσν.</b><br />ο [[εισαγωγικός]]<br />α) [[αρχάριος]]<br />β) [[δόκιμος]] [[μοναχός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στοιχειώδης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
εἰσαγωγική, εἰσαγωγικόν,
A of or for importation, τέλη import duties, opp. ἐξαγωγικά, Str.17.1.13.
II introductory, elementary, συλλογισμοί Chrysipp.Stoic.2.7, Ptol. Tetr.16, etc. Adv. εἰσαγωγικῶς Papp. adApollon.Perg.Con.Prooem.5: Comp. εἰσαγωγικώτερον Ph.Fr.8H.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1relativo a la importación τέλη ... τὰ μὲν εἰσαγωγικά, τὰ δὲ ἐξαγωγικά Str.17.1.13.
2 isagógico, introductorio, elemental βιβλία Gal.19.12, ποιησώμεθα ... τὸν λόγον κατὰ τὸν εἰσαγωγικὸν τρόπον Ptol.Tetr.1.3.20, Περὶ συλλογισμῶν εἰσαγωγικῶν tít. de una obra de Crisipo, D.L.7.195, de otra obra del mismo Εἰσαγωγικὴ περὶ ἀγαθῶν καὶ κακῶν Πραγματεία Ath.464d, cf. Gal.18(2).926, στοιχειωδέστατον γὰρ τοῦτο καὶ εἰσαγωγικόν Porph.in Cat.56.28, διδασκαλίαι Eus.DE 7.1 (p.311.31).
II adv. -ῶς elementalmente, de manera elemental τοῦτο ... εἰ. ... ἐκλαβεῖν δεῖ Didym.in Ps.69.4, cf. M.39.1632A.
German (Pape)
[Seite 740] ή, όν, zur Einleitung gehörig, K. S.
Russian (Dvoretsky)
εἰσᾰγωγικός: вступительный, вводный или подготовительный (συλλογισμοί Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσᾰγωγικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ὡρισμένος διὰ τὴν εἰσαγωγήν, εἰσαγωγικὰ τέλη, οἱ ἐπὶ τῶν εἰσαγομένων φόροι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἐξαγωγικά, Στράβων 798. ΙΙ. εἰσαγωγικός, στοιχειώδης, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM εἰσαγωγικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγωγή
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εισαγωγικά
σημείο στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για αυτολεξεί μεταφορά λόγων άλλου ή για παράδειγμα
2. φρ. α) «εισαγωγικές εξετάσεις» — εξετάσεις για εισαγωγή σε εκπαιδευτικά ιδρύματα
β) «εισαγωγικός βαθμός» — ο ιεραρχικός βαθμός εισόδου, με τον οποίο αρχίζει υπάλληλος τη σταδιοδρομία του
μσν.
ο εισαγωγικός
α) αρχάριος
β) δόκιμος μοναχός
αρχ.
στοιχειώδης.