εὐτρεφής: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
(Bailly1_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eftrefis
|Transliteration C=eftrefis
|Beta Code=eu)trefh/s
|Beta Code=eu)trefh/s
|Definition=Ep. <b class="b3">ἐϋτρ</b>-, ές, (τρέφω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">well-fed</b>, <b class="b3">ὄϊες ἐϋ</b>. <span class="bibl">Od.9.425</span>; <b class="b3">αἰγὸς ἐϋ</b>. <span class="bibl">14.530</span>; σαρκὸς εὐτρεφέστατον πάχος <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>380</span> (prob.l.), cf. <span class="bibl">Pl. <span class="title">Lg.</span>835d</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">nourishing</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>1.18.1</span> (v.l. [[εὐτραφοῦς]]).</span>
|Definition=Ep. [[ἐϋτρεφής]], ές, ([[τρέφω]])<br><span class="bld">A</span> [[well-fed]], <b class="b3">ὄϊες ἐϋ.</b> Od.9.425; <b class="b3">αἰγὸς ἐϋ.</b> 14.530; σαρκὸς εὐτρεφέστατον πάχος E.''Cyc.''380 (prob.l.), cf. Pl. ''Lg.''835d.<br><span class="bld">II</span> [[nourishing]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.18.1 ([[varia lectio|v.l.]] [[εὐτραφοῦς]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐϋτρεφής]];<br />ής, ές :<br />[[bien nourri]], [[gras]], [[fort]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέφω]].
}}
{{pape
|ptext=ές, und [[ἐϋτρεφής]],<br><b class="num">1</b> die mehr dichterische Form für [[εὐτραφής]], vgl. Lobeck <i>zu Phryn</i>. 477, z.B. αἰγὸς ἐϋτρεφέος <i>Od</i>. 14.530, ὄϊες 9.425; σαρκὸς εὐτρεφέστατον [[πάχος]] Eur. <i>Cycl</i>. 380.<br><b class="num">2</b> <i>wohl [[nährend]]</i>, [[ὕδωρ]] εὐτρεφέστατον Aesch. <i>Spt</i>. 289.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐτρεφής:''' эп. [[ἐϋτρεφής]] 2<br /><b class="num">1</b> [[хорошо откормленный]], [[упитанный]] (ὄϊες, [[αἴξ]] Hom.; σαρκὸς [[πάχος]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> Aesch. [[varia lectio|v.l.]] = [[εὐτραφής]] 5.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐτρεφής''': Ἐπικ. ἐϋτρεφής, ές, ([[τρέφω]]) [[καλῶς]] τεθραμμένος, [[εὐτραφής]], ὄϊες... ἐϋτρεφέες Ὀδ. Ι. 425˙ αἰγὸς ἐϋτρεφέος Ξ. 530˙ σαρκὸς εὐτρεφέστατον [[πάχος]] Εὐριπ. Κύκλ. 380, [[ἔνθα]] ὁ Scal. εὐτραφέστατον˙ [[διότι]] τὸ εὐτραφὴς [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀλλαχοῦ παρ’ Εὐρ. καὶ φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ Ἀττ. [[τύπος]]. ΙΙ. τρέφων, θρεπτικός, χώρας εὐτρεφοῦς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 18, 1 ([[ἔνθα]] διωρθώθη ἤδη εἰς εὐτραφοῦς).
|lstext='''εὐτρεφής''': Ἐπικ. ἐϋτρεφής, ές, ([[τρέφω]]) [[καλῶς]] τεθραμμένος, [[εὐτραφής]], ὄϊες... ἐϋτρεφέες Ὀδ. Ι. 425· αἰγὸς ἐϋτρεφέος Ξ. 530· σαρκὸς εὐτρεφέστατον [[πάχος]] Εὐριπ. Κύκλ. 380, [[ἔνθα]] ὁ Scal. εὐτραφέστατον· [[διότι]] τὸ εὐτραφὴς [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀλλαχοῦ παρ’ Εὐρ. καὶ φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ Ἀττ. [[τύπος]]. ΙΙ. τρέφων, θρεπτικός, χώρας εὐτρεφοῦς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 18, 1 ([[ἔνθα]] διωρθώθη ἤδη εἰς εὐτραφοῦς).
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>épq.</i> [[ἐϋτρεφής]];<br />ής, ές :<br />bien nourri, gras, fort.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέφω]].
|mltxt=[[εὐτρεφής]], και επικ. τ. ἐϋτρεφής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ευτραφής]], [[καλοθρεμμένος]]<br /><b>2.</b> [[θρεπτικός]], αυτός που τρέφει καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[πολυτρεφής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐτρεφής:''' Επικ. ἐϋ-τρ-, -ές ([[τρέφω]]), [[καλοθρεμμένος]], [[ευτραφής]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τρέφω]]<br />well-fed, Od., Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτρεφής Medium diacritics: εὐτρεφής Low diacritics: ευτρεφής Capitals: ΕΥΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: eutrephḗs Transliteration B: eutrephēs Transliteration C: eftrefis Beta Code: eu)trefh/s

English (LSJ)

Ep. ἐϋτρεφής, ές, (τρέφω)
A well-fed, ὄϊες ἐϋ. Od.9.425; αἰγὸς ἐϋ. 14.530; σαρκὸς εὐτρεφέστατον πάχος E.Cyc.380 (prob.l.), cf. Pl. Lg.835d.
II nourishing, Thphr. CP 1.18.1 (v.l. εὐτραφοῦς).

French (Bailly abrégé)

épq. ἐϋτρεφής;
ής, ές :
bien nourri, gras, fort.
Étymologie: εὖ, τρέφω.

German (Pape)

ές, und ἐϋτρεφής,
1 die mehr dichterische Form für εὐτραφής, vgl. Lobeck zu Phryn. 477, z.B. αἰγὸς ἐϋτρεφέος Od. 14.530, ὄϊες 9.425; σαρκὸς εὐτρεφέστατον πάχος Eur. Cycl. 380.
2 wohl nährend, ὕδωρ εὐτρεφέστατον Aesch. Spt. 289.

Russian (Dvoretsky)

εὐτρεφής: эп. ἐϋτρεφής 2
1 хорошо откормленный, упитанный (ὄϊες, αἴξ Hom.; σαρκὸς πάχος Eur.);
2 Aesch. v.l. = εὐτραφής 5.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρεφής: Ἐπικ. ἐϋτρεφής, ές, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, εὐτραφής, ὄϊες... ἐϋτρεφέες Ὀδ. Ι. 425· αἰγὸς ἐϋτρεφέος Ξ. 530· σαρκὸς εὐτρεφέστατον πάχος Εὐριπ. Κύκλ. 380, ἔνθα ὁ Scal. εὐτραφέστατον· διότι τὸ εὐτραφὴς εἶναι ἐν χρήσει ἀλλαχοῦ παρ’ Εὐρ. καὶ φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ Ἀττ. τύπος. ΙΙ. τρέφων, θρεπτικός, χώρας εὐτρεφοῦς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 18, 1 (ἔνθα διωρθώθη ἤδη εἰς εὐτραφοῦς).

Greek Monolingual

εὐτρεφής, και επικ. τ. ἐϋτρεφής, -ές (Α)
1. ευτραφής, καλοθρεμμένος
2. θρεπτικός, αυτός που τρέφει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. πολυτρεφής].

Greek Monotonic

εὐτρεφής: Επικ. ἐϋ-τρ-, -ές (τρέφω), καλοθρεμμένος, ευτραφής, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.

Middle Liddell

τρέφω
well-fed, Od., Eur.