ἀνατρεπτικός: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anatreptikos | |Transliteration C=anatreptikos | ||
|Beta Code=a)natreptiko/s | |Beta Code=a)natreptiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀνατρεπτική, ἀνατρεπτικόν, [[turning upside down]], [[upsetting]], ἐπιτήδευμα.. πόλεως ὥσπερ νεὼς ἀ. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 389d; στομάχου Dsc.2.70; of the pulse (dub. sens.), Gal. 8.928, cf. 644; <b class="b3">οἱ ἀ. διάλογοι</b> Plato's [[refutative]] dialogues, as 'Euthydemus' and 'Gorgias', Thrasyll. ap. D.L.3.59, cf. Hermog.''Meth.'' 10. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> [[trastornado]] λογισμός Procop.Gaz.M.87.201B.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que vuelca]], [[que hace zozobrar]] c. gen. ἐπιτήδευμα εἰσάγοντα πόλεως ὥσπερ νεὼς ἀνατρεπτικόν Pl.<i>R</i>.389d<br /><b class="num">•</b>de la leche [[que revuelve]] στομάχου Dsc.2.70<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[la capacidad de repeler]] del pulso, Gal.8.644, cf. 928.<br /><b class="num">2</b> [[refutatorio]] del diálogo platónico <i>«Eutidemo»</i>, D.L.3.59, πεῦσις Hermog.<i>Meth</i>.10, cf. A.D.<i>Coni</i>.231.13.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[por refutación]] Epiph.Const.<i>Haer</i>.26.7. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0211.png Seite 211]] umkehrend, zerstörend, Plat. Rep. III, 389 d u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0211.png Seite 211]] umkehrend, zerstörend, Plat. Rep. III, 389 d u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui bouleverse ; στομάχου DIOSC qui soulève l'estomac ; <i>fig.</i> qui réfute.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνατρέπω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνατρεπτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[ниспровергающий]], [[разрушительный]]: ἀ. τινος Plat. губительный для чего-л.;<br /><b class="num">2</b> [[опровергающий]], [[полемический]] (διάλογοι Πλάτωνος Diog. L.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνατρεπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀνατρέπειν, καταστρεπτικός, πόλεως [[ὥσπερ]] νεὼς ἀνατρεπτικόν τε καὶ ὀλέθριον Πλάτ. Πολ. 389D· οἱ ἀνατρεπτικοὶ διάλογοι τοῦ Πλάτωνος, ὡς π.χ. ὁ Εὐθύδημος καὶ ὁ Γοργίας, Θράσυλλ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 59. - Ἴδε Ἱστ. Ἀρχ. Ἑλλ. Φιλολ. Δοναλσ. (μετάφρ. Βαλέτα) τόμ. Α΄, σ. 100 κἑξ. | |lstext='''ἀνατρεπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀνατρέπειν, καταστρεπτικός, πόλεως [[ὥσπερ]] νεὼς ἀνατρεπτικόν τε καὶ ὀλέθριον Πλάτ. Πολ. 389D· οἱ ἀνατρεπτικοὶ διάλογοι τοῦ Πλάτωνος, ὡς π.χ. ὁ Εὐθύδημος καὶ ὁ Γοργίας, Θράσυλλ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 59. - Ἴδε Ἱστ. Ἀρχ. Ἑλλ. Φιλολ. Δοναλσ. (μετάφρ. Βαλέτα) τόμ. Α΄, σ. 100 κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνατρεπτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[ικανός]] να προκαλεί [[ανατροπή]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> (σε πλατωνικούς διάλογους) αυτός που επιχειρεί την [[ανασκευή]], την [[αναίρεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναστέλλει, που ματαιώνει [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνατρεπτικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να ανατρέψει [[κάτι]], με γεν., σε Πλάτ. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[From [[ἀνατρέπω]]<br />[[likely]] to [[upset]] a [[thing]], c. gen., Plat. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
| | |woodrun=[[subversive of]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνατρεπτική, ἀνατρεπτικόν, turning upside down, upsetting, ἐπιτήδευμα.. πόλεως ὥσπερ νεὼς ἀ. Pl.R. 389d; στομάχου Dsc.2.70; of the pulse (dub. sens.), Gal. 8.928, cf. 644; οἱ ἀ. διάλογοι Plato's refutative dialogues, as 'Euthydemus' and 'Gorgias', Thrasyll. ap. D.L.3.59, cf. Hermog.Meth. 10.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I trastornado λογισμός Procop.Gaz.M.87.201B.
II 1que vuelca, que hace zozobrar c. gen. ἐπιτήδευμα εἰσάγοντα πόλεως ὥσπερ νεὼς ἀνατρεπτικόν Pl.R.389d
•de la leche que revuelve στομάχου Dsc.2.70
•subst. τὸ ἀ. la capacidad de repeler del pulso, Gal.8.644, cf. 928.
2 refutatorio del diálogo platónico «Eutidemo», D.L.3.59, πεῦσις Hermog.Meth.10, cf. A.D.Coni.231.13.
III adv. -ῶς por refutación Epiph.Const.Haer.26.7.
German (Pape)
[Seite 211] umkehrend, zerstörend, Plat. Rep. III, 389 d u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui bouleverse ; στομάχου DIOSC qui soulève l'estomac ; fig. qui réfute.
Étymologie: ἀνατρέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνατρεπτικός:
1 ниспровергающий, разрушительный: ἀ. τινος Plat. губительный для чего-л.;
2 опровергающий, полемический (διάλογοι Πλάτωνος Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατρεπτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ἀνατρέπειν, καταστρεπτικός, πόλεως ὥσπερ νεὼς ἀνατρεπτικόν τε καὶ ὀλέθριον Πλάτ. Πολ. 389D· οἱ ἀνατρεπτικοὶ διάλογοι τοῦ Πλάτωνος, ὡς π.χ. ὁ Εὐθύδημος καὶ ὁ Γοργίας, Θράσυλλ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 59. - Ἴδε Ἱστ. Ἀρχ. Ἑλλ. Φιλολ. Δοναλσ. (μετάφρ. Βαλέτα) τόμ. Α΄, σ. 100 κἑξ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνατρεπτικός, -ή, -όν)
1. ικανός να προκαλεί ανατροπή, καταστρεπτικός
2. (σε πλατωνικούς διάλογους) αυτός που επιχειρεί την ανασκευή, την αναίρεση
νεοελλ.
αυτός που αναστέλλει, που ματαιώνει κάτι.
Greek Monotonic
ἀνατρεπτικός: -ή, -όν, αυτός που έχει τη δύναμη να ανατρέψει κάτι, με γεν., σε Πλάτ.
Middle Liddell
[From ἀνατρέπω
likely to upset a thing, c. gen., Plat.