μολύβδινος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=molyvdinos
|Transliteration C=molyvdinos
|Beta Code=molu/bdinos
|Beta Code=molu/bdinos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">leaden, of lead</b>, <span class="bibl">Cratin.318</span>, <span class="bibl">Eup.171</span>; <b class="b3">μ. ἴχνος</b> <b class="b2">leaden</b> sole, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>62</span> (prob. l.); <b class="b3">ὑποδημάτιον</b> ibid.; <b class="b3">μ. κανών</b>, of a flexible architectural instrument, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1137b30</span>; μ. σηκώματα <span class="bibl">Plb. 8.5.9</span>; μ. κεραμίδες Moschio ap.<span class="bibl">Ath.5.207b</span>; πῖλος Gal.19.701.</span>
|Definition=η, ον, [[leaden]], [[of lead]], Cratin.318, Eup.171; <b class="b3">μ. ἴχνος</b> [[leaden]] sole, Hp.''Art.''62 (prob. l.); [[ὑποδημάτιον]] ibid.; <b class="b3">μ. κανών</b>, of a flexible architectural instrument, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1137b30; μ. σηκώματα Plb. 8.5.9; μ. κεραμίδες Moschio ap.Ath.5.207b; πῖλος Gal.19.701.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0200.png Seite 200]] bleiern; σηκώματα, Pol. 8, 7, 9; [[κανών]], Bleiloth, Arist. Eth. 5, 10 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0200.png Seite 200]] bleiern; σηκώματα, Pol. 8, 7, 9; [[κανών]], Bleiloth, Arist. Eth. 5, 10 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />[[de plomb]].<br />'''Étymologie:''' [[μόλυβδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μολύβδῐνος:''' (слова на [[μολυβδ]]- имеют [[varia lectio|v.l.]] [[μολιβδ]]-) свинцовый (σηκώματα Polyb.; [[κανών]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μολύβδῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ μολύβδου, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 78· μ. [[ἴχνος]], [[πέλμα]] ἐκ μολ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· [[ὑποδημάτιον]] [[αὐτόθι]] 888· ὁ μ. [[κανών]], Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 5. 10, 7, ἦτο πιθ. [[κανών]] τις ἐκ μολύβδου [[εὔκαμπτος]], δυνάμενος νὰ σχηματισθῇ κατὰ τὰς καμπὰς τοῦ κύματος ἐν τῇ ἀρχιτεκτον. (ἴδε [[κῦμα]] Ι. 2).
|lstext='''μολύβδῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ μολύβδου, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 78· μ. [[ἴχνος]], [[πέλμα]] ἐκ μολ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· [[ὑποδημάτιον]] [[αὐτόθι]] 888· ὁ μ. [[κανών]], Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 5. 10, 7, ἦτο πιθ. [[κανών]] τις ἐκ μολύβδου [[εὔκαμπτος]], δυνάμενος νὰ σχηματισθῇ κατὰ τὰς καμπὰς τοῦ κύματος ἐν τῇ ἀρχιτεκτον. (ἴδε [[κῦμα]] Ι. 2).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μολύβδινος]], -ίνη, -ον, Α και [[μολίβδινος]] και [[μολύβινος]], -ίνη, -ον, Μ και [[μολίβινος]], -ίνη, -ον) [[μόλυβδος]]<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από μόλυβδο ή συνίσταται από μόλυβδο, [[μολυβένιος]], [[μολυβωτός]] («μολύβδινον [[ὑποδημάτιον]]», Ιππκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μολυβδοθάλαμοι» ή «μολύβδινοι θάλαμοι»<br />(χημ. τεχνολ.) χημικοί αντιδραστήρες επενδεδυμένοι με μόλυβδο, που τους χρησιμοποιούσαν παλαιότερα σε μια μέθοδο παρασκευής του θειικού οξέος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μολύβδῐνος:''' -η, -ον, αυτός που αποτελείται από μόλυβδο, [[μολυβένιος]], [[μολύβδινος]] [[κανών]], [[εύκαμπτος]] [[χάρακας]] που θα μπορούσε, αλλάζοντας [[σχήμα]], να λάβει τη [[μορφή]] καμπύλης γραμμής, σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μολύβδῐνος, η, ον<br />leaden, of [[lead]], μ. [[κανών]], a [[flexible]] [[rule]] that could be moulded to curves, Arist.
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολύβδῐνος Medium diacritics: μολύβδινος Low diacritics: μολύβδινος Capitals: ΜΟΛΥΒΔΙΝΟΣ
Transliteration A: molýbdinos Transliteration B: molybdinos Transliteration C: molyvdinos Beta Code: molu/bdinos

English (LSJ)

η, ον, leaden, of lead, Cratin.318, Eup.171; μ. ἴχνος leaden sole, Hp.Art.62 (prob. l.); ὑποδημάτιον ibid.; μ. κανών, of a flexible architectural instrument, Arist.EN1137b30; μ. σηκώματα Plb. 8.5.9; μ. κεραμίδες Moschio ap.Ath.5.207b; πῖλος Gal.19.701.

German (Pape)

[Seite 200] bleiern; σηκώματα, Pol. 8, 7, 9; κανών, Bleiloth, Arist. Eth. 5, 10 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de plomb.
Étymologie: μόλυβδος.

Russian (Dvoretsky)

μολύβδῐνος: (слова на μολυβδ- имеют v.l. μολιβδ-) свинцовый (σηκώματα Polyb.; κανών Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μολύβδῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ μολύβδου, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 78· μ. ἴχνος, πέλμα ἐκ μολ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· ὑποδημάτιον αὐτόθι 888· ὁ μ. κανών, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 5. 10, 7, ἦτο πιθ. κανών τις ἐκ μολύβδου εὔκαμπτος, δυνάμενος νὰ σχηματισθῇ κατὰ τὰς καμπὰς τοῦ κύματος ἐν τῇ ἀρχιτεκτον. (ἴδε κῦμα Ι. 2).

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μολύβδινος, -ίνη, -ον, Α και μολίβδινος και μολύβινος, -ίνη, -ον, Μ και μολίβινος, -ίνη, -ον) μόλυβδος
αυτός που έχει κατασκευαστεί από μόλυβδο ή συνίσταται από μόλυβδο, μολυβένιος, μολυβωτός («μολύβδινον ὑποδημάτιον», Ιππκρ.)
νεοελλ.
φρ. «μολυβδοθάλαμοι» ή «μολύβδινοι θάλαμοι»
(χημ. τεχνολ.) χημικοί αντιδραστήρες επενδεδυμένοι με μόλυβδο, που τους χρησιμοποιούσαν παλαιότερα σε μια μέθοδο παρασκευής του θειικού οξέος.

Greek Monotonic

μολύβδῐνος: -η, -ον, αυτός που αποτελείται από μόλυβδο, μολυβένιος, μολύβδινος κανών, εύκαμπτος χάρακας που θα μπορούσε, αλλάζοντας σχήμα, να λάβει τη μορφή καμπύλης γραμμής, σε Αριστ.

Middle Liddell

μολύβδῐνος, η, ον
leaden, of lead, μ. κανών, a flexible rule that could be moulded to curves, Arist.