πραγματευτής: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pragmateftis
|Transliteration C=pragmateftis
|Beta Code=pragmateuth/s
|Beta Code=pragmateuth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">business representative</b>, = Lat. <b class="b2">actor</b>, Plu.2.525a, <span class="title">PColumb.</span> in <span class="title">JEA</span>18.16 (ii A. D.), <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>158.17</span> (v A. D.), etc.; <b class="b3">π. Πτολεμαίου</b> his <b class="b2">agent</b> or <b class="b2">attorney</b>, <span class="title">CIG</span>4299 (Antiphellus), cf. 3104 (Teos), <span class="title">IG</span>14.2057, <span class="title">OGI</span>525.3 (Halic.), <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>357.5</span> (ii A. D.), etc.</span>
|Definition=πραγματευτοῦ, ὁ, [[business representative]], = Lat. [[actor]], Plu.2.525a, ''PColumb.'' in ''JEA''18.16 (ii A. D.), ''PMasp.''158.17 (v A. D.), etc.; <b class="b3">πραγματευτής Πτολεμαίου</b> his [[agent]] or [[attorney]], ''CIG''4299 (Antiphellus), cf. 3104 (Teos), ''IG''14.2057, ''OGI''525.3 (Halic.), ''PTeb.''357.5 (ii A. D.), etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0693.png Seite 693]] ὁ, der ein Geschäft betreibt, Geschäftsmann, auch Handelsmann, Suid. erkl. ἔμπ ορος, vgl. Schol. Ar. Plut. 521; Plut. öfter, der es mit [[τοκιστής]] u. [[τραπεζίτης]] vrbdt, de cupd. div. 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0693.png Seite 693]] ὁ, der ein Geschäft betreibt, Geschäftsmann, auch Handelsmann, Suid. erkl. ἔμπ ορος, vgl. Schol. Ar. Plut. 521; Plut. öfter, der es mit [[τοκιστής]] u. [[τραπεζίτης]] vrbdt, de cupd. div. 4.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[négociant]], [[commerçant]].<br />'''Étymologie:''' [[πραγματεύομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''πραγμᾰτευτής:''' οῦ ὁ [[торговец]], [[купец]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πραγμᾰτευτής''': -οῦ, ὁ, [[ἄνθρωπος]] τοῦ ἐμπορίου, [[ἔμπορος]], [[πραγματευτής]], Λατ. negociator, Πλούτ. 2. 525Α, κτλ.· πρ. Πτολεμαίου, ὁ [[πράκτωρ]] [[αὐτοῦ]] ἢ πληρεξούσιος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4299.
|lstext='''πραγμᾰτευτής''': -οῦ, ὁ, [[ἄνθρωπος]] τοῦ ἐμπορίου, [[ἔμπορος]], [[πραγματευτής]], Λατ. negociator, Πλούτ. 2. 525Α, κτλ.· πρ. Πτολεμαίου, ὁ [[πράκτωρ]] [[αὐτοῦ]] ἢ πληρεξούσιος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4299.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />négociant, commerçant.<br />'''Étymologie:''' [[πραγματεύομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[πραματευτής]], Ν [[πραγματεύομαι]]<br />[[έμπορος]], [[κυρίως]] [[πλανόδιος]] («ευρίσκετο εις τα μέρη της Περσίας [[ένας]] [[πλούσιος]] [[πραγματευτής]]», Αραθ. Μυθ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «βάζει κι η [[μυλωνού]] τον άντρα της με τους πραματευτάδες» — λέγεται για κάποιον που κάνει τον σπουδαίο<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιπρόσωπος]] ή [[πληρεξούσιος]] ενός προσώπου («πραγματευτὴς Πτολεμαίου», <b>επιγρ.</b>).
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[πραματευτής]], Ν [[πραγματεύομαι]]<br />[[έμπορος]], [[κυρίως]] [[πλανόδιος]] («ευρίσκετο εις τα μέρη της Περσίας [[ένας]] [[πλούσιος]] [[πραγματευτής]]», Αραθ. Μυθ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «βάζει κι η [[μυλωνού]] τον άντρα της με τους πραματευτάδες» — λέγεται για κάποιον που κάνει τον σπουδαίο<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιπρόσωπος]] ή [[πληρεξούσιος]] ενός προσώπου («πραγματευτὴς Πτολεμαίου», <b>επιγρ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''πραγμᾰτευτής:''' οῦ ὁ торговец, купец Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραγμᾰτευτής Medium diacritics: πραγματευτής Low diacritics: πραγματευτής Capitals: ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΗΣ
Transliteration A: pragmateutḗs Transliteration B: pragmateutēs Transliteration C: pragmateftis Beta Code: pragmateuth/s

English (LSJ)

πραγματευτοῦ, ὁ, business representative, = Lat. actor, Plu.2.525a, PColumb. in JEA18.16 (ii A. D.), PMasp.158.17 (v A. D.), etc.; πραγματευτής Πτολεμαίου his agent or attorney, CIG4299 (Antiphellus), cf. 3104 (Teos), IG14.2057, OGI525.3 (Halic.), PTeb.357.5 (ii A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 693] ὁ, der ein Geschäft betreibt, Geschäftsmann, auch Handelsmann, Suid. erkl. ἔμπ ορος, vgl. Schol. Ar. Plut. 521; Plut. öfter, der es mit τοκιστής u. τραπεζίτης vrbdt, de cupd. div. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
négociant, commerçant.
Étymologie: πραγματεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

πραγμᾰτευτής: οῦ ὁ торговец, купец Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πραγμᾰτευτής: -οῦ, ὁ, ἄνθρωπος τοῦ ἐμπορίου, ἔμπορος, πραγματευτής, Λατ. negociator, Πλούτ. 2. 525Α, κτλ.· πρ. Πτολεμαίου, ὁ πράκτωρ αὐτοῦ ἢ πληρεξούσιος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4299.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πραματευτής, Ν πραγματεύομαι
έμπορος, κυρίως πλανόδιος («ευρίσκετο εις τα μέρη της Περσίας ένας πλούσιος πραγματευτής», Αραθ. Μυθ.)
νεοελλ.
παροιμ. «βάζει κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες» — λέγεται για κάποιον που κάνει τον σπουδαίο
αρχ.
αντιπρόσωπος ή πληρεξούσιος ενός προσώπου («πραγματευτὴς Πτολεμαίου», επιγρ.).