θρηνητικός: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thrinitikos
|Transliteration C=thrinitikos
|Beta Code=qrhnhtiko/s
|Beta Code=qrhnhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inclined to lament, querulous</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1171b10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for a dirge</b>, <b class="b3">αὔλημα, μόναυλος</b>, <span class="bibl">Poll.4.73</span>,<span class="bibl">75</span>; <b class="b3">τὸ θ</b>. <b class="b2">matter for lament</b>, Plu. 2.623a. Adv. -κῶς <span class="bibl">Poll.6.202</span>.</span>
|Definition=θρηνητική, θρηνητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[inclined to lament]], [[querulous]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1171b10.<br><span class="bld">2</span> of or for a [[dirge]], [[αὔλημα]], [[μόναυλος]], Poll.4.73,75; <b class="b3">τὸ θ.</b> [[matter for lament]], Plu. 2.623a. Adv. [[θρηνητικῶς]] Poll.6.202.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1217.png Seite 1217]] zum Wehklagen geneigt; Arist. Eth. 9, 11; [[αὐλός]], [[αὔλημα]], Poll. 4, 73. 75; τὸ θρηνητικόν, das Klägliche, Plut. Symp. 1, 5, 2. – Adv., Poll. 6, 202.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[porté à se lamenter]];<br /><b>2</b> [[propre aux lamentations]] ; τὸ θρηνητικόν PLUT chant plaintif.<br />'''Étymologie:''' [[θρηνέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θρηνητικός:''' [[склонный к жалобам]], [[к сетованию]], [[легко предающийся скорби]] Arst.
}}
{{ls
|lstext='''θρηνητικός''': -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ θρηνεῖν, ἀγαπῶν νὰ θρηνῇ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11. 4. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θρῆνον, [[αὔλημα]], αὐλὸς Πολυδ. Δ΄, 73, 75· τὸ θρ., ὕλη πρὸς θρῆνον, Πλούτ. 2. 623Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ζ΄, 902.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θρηνητικός]], -ή, -όν) [[θρηνητής]]<br /><b>1.</b> [[επιρρεπής]] στον θρήνο, αυτός που ανακουφίζεται με τον θρήνο<br /><b>2.</b> [[πένθιμος]], [[θλιβερός]], [[λυπητερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για θρήνο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θρηνητικόν</i><br />[[αιτία]] για θρήνο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θρηνητικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ θρηνητικῶς)<br />με θρηνητικό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρηνητικός:''' -ή, -όν ([[θρηνέω]]), [[παραπονιάρης]], κλαψιάρης, [[θρηνητικός]], σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θρηνητικός]], ή, όν [[θρηνέω]]<br />[[querulous]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρηνητικός Medium diacritics: θρηνητικός Low diacritics: θρηνητικός Capitals: ΘΡΗΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thrēnētikós Transliteration B: thrēnētikos Transliteration C: thrinitikos Beta Code: qrhnhtiko/s

English (LSJ)

θρηνητική, θρηνητικόν,
A inclined to lament, querulous, Arist.EN1171b10.
2 of or for a dirge, αὔλημα, μόναυλος, Poll.4.73,75; τὸ θ. matter for lament, Plu. 2.623a. Adv. θρηνητικῶς Poll.6.202.

German (Pape)

[Seite 1217] zum Wehklagen geneigt; Arist. Eth. 9, 11; αὐλός, αὔλημα, Poll. 4, 73. 75; τὸ θρηνητικόν, das Klägliche, Plut. Symp. 1, 5, 2. – Adv., Poll. 6, 202.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 porté à se lamenter;
2 propre aux lamentations ; τὸ θρηνητικόν PLUT chant plaintif.
Étymologie: θρηνέω.

Russian (Dvoretsky)

θρηνητικός: склонный к жалобам, к сетованию, легко предающийся скорби Arst.

Greek (Liddell-Scott)

θρηνητικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ θρηνεῖν, ἀγαπῶν νὰ θρηνῇ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11. 4. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θρῆνον, αὔλημα, αὐλὸς Πολυδ. Δ΄, 73, 75· τὸ θρ., ὕλη πρὸς θρῆνον, Πλούτ. 2. 623Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ζ΄, 902.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ θρηνητικός, -ή, -όν) θρηνητής
1. επιρρεπής στον θρήνο, αυτός που ανακουφίζεται με τον θρήνο
2. πένθιμος, θλιβερός, λυπητερός
αρχ.
1. κατάλληλος για θρήνο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θρηνητικόν
αιτία για θρήνο.
επίρρ...
θρηνητικώς και -ά (ΑΜ θρηνητικῶς)
με θρηνητικό τρόπο.

Greek Monotonic

θρηνητικός: -ή, -όν (θρηνέω), παραπονιάρης, κλαψιάρης, θρηνητικός, σε Αριστ.

Middle Liddell

θρηνητικός, ή, όν θρηνέω
querulous, Arist.