εὔβολος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyvolos
|Transliteration C=eyvolos
|Beta Code=eu)/bolos
|Beta Code=eu)/bolos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[throwing luckily]] (with the dice), Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος <span class="bibl">Eub.58</span>, cf. <span class="bibl">Poll.9.94</span>, Suid. s.v. [[Μίδας]]: generally, [[lucky]], ἄγρη <span class="bibl">Opp. <span class="title">H.</span>3.71</span>, <span class="bibl">Hld.5.18</span>. Adv., [[ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων]] = [[he was in luck]], cj. Pors. for [[εὐβούλως]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>696</span>: Comp., πεσσοὶ εὐβολώτερον πίπτοντες <span class="bibl">Aristaenet. 1.23</span>.</span>
|Definition=εὔβολον, [[throwing luckily]] (with the dice), Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος Eub.58, cf. Poll.9.94, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Μίδας]]: generally, [[lucky]], ἄγρη Opp. ''H.''3.71, Hld.5.18. Adv., [[ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων]] = [[he was in luck]], cj. Pors. for [[εὐβούλως]], A.''Ch.''696: Comp., πεσσοὶ εὐβολώτερον πίπτοντες Aristaenet. 1.23.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1058.png Seite 1058]] gut werfend, treffend, Hel. 5, 18; – ἄγρη, eine glückliche Jagd, Opp. H. 3, 71; auch vom Brettspiel, πεσσοὶ εὐβολώτερον πίπτοντες Aristaen. 1, 23, die glücklicher fallen; vgl. Poll. 9, 94.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1058.png Seite 1058]] gut werfend, treffend, Hel. 5, 18; – ἄγρη, eine glückliche Jagd, Opp. H. 3, 71; auch vom Brettspiel, πεσσοὶ εὐβολώτερον πίπτοντες Aristaen. 1, 23, die glücklicher fallen; vgl. Poll. 9, 94.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui jette (les dés) adroitement;<br /><b>2</b> [[qui réussit]], [[heureux]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[βάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔβολος''': -ον, (βάλλω) εὐκόλως ἐπιτυγχάνων [[βόλος]], εὐκόλως ἐπιτυγχάνον [[ῥίψιμον]] τοῦ κύβου, [[Μίδας]] ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος (τὸ δὲ [[Μίδας]] ἦν [[ὄνομα]] βόλου) Εὔβολος ἐν «Κυβευταῖς» 4, Πολυδ. Θ΄, 94, Σουΐδ. ἐν λ. [[Μίδας]]: - [[καθόλου]], [[εὐτυχής]], [[ἐπιτυχής]], «[[τυχηρός]]», [[ἄγρη]] Ὀππ. Ἁλ. 3. 71, Ἡλιόδ. 5. 18. - Ἐπίρρ., ἦν γάρ εὐβόλως ἔχων, ἦτο [[εὐτυχής]], διετέλει ἐν εὐτυχίᾳ, Αἰσχύλ. Χο. 696 ([[οὕτως]] ὁ Pors. ἀντὶ εὐβούλως).
|lstext='''εὔβολος''': -ον, (βάλλω) εὐκόλως ἐπιτυγχάνων [[βόλος]], εὐκόλως ἐπιτυγχάνον [[ῥίψιμον]] τοῦ κύβου, [[Μίδας]] ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος (τὸ δὲ [[Μίδας]] ἦν [[ὄνομα]] βόλου) Εὔβολος ἐν «Κυβευταῖς» 4, Πολυδ. Θ΄, 94, Σουΐδ. ἐν λ. [[Μίδας]]: - [[καθόλου]], [[εὐτυχής]], [[ἐπιτυχής]], «[[τυχηρός]]», [[ἄγρη]] Ὀππ. Ἁλ. 3. 71, Ἡλιόδ. 5. 18. - Ἐπίρρ., ἦν γάρ εὐβόλως ἔχων, ἦτο [[εὐτυχής]], διετέλει ἐν εὐτυχίᾳ, Αἰσχύλ. Χο. 696 ([[οὕτως]] ὁ Pors. ἀντὶ εὐβούλως).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui jette (les dés) adroitement;<br /><b>2</b> qui réussit, heureux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[βάλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔβολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνει με [[ευστοχία]] τον βόλο, το [[ζάρι]] («[[Μίδας]] ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος»)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη [[ζαριά]]<br /><b>3.</b> ο επιτυχημένος, ο [[εύστοχος]] («[[εὔβολος]] [[ἄγρη]]», Οππ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐβόλως</i><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων» — ήταν [[ευτυχισμένος]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />2) [[αντί]] <i>ευβούλως</i><br />3) ευστόχως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>βολος</i>].
|mltxt=[[εὔβολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνει με [[ευστοχία]] τον βόλο, το [[ζάρι]] («[[Μίδας]] ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος»)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη [[ζαριά]]<br /><b>3.</b> ο επιτυχημένος, ο [[εύστοχος]] («[[εὔβολος]] [[ἄγρη]]», Οππ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐβόλως</i><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων» — ήταν [[ευτυχισμένος]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />2) [[αντί]] <i>ευβούλως</i><br />3) ευστόχως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[αμφί]]-<i>βολος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔβολος Medium diacritics: εὔβολος Low diacritics: εύβολος Capitals: ΕΥΒΟΛΟΣ
Transliteration A: eúbolos Transliteration B: eubolos Transliteration C: eyvolos Beta Code: eu)/bolos

English (LSJ)

εὔβολον, throwing luckily (with the dice), Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος Eub.58, cf. Poll.9.94, Suid. s.v. Μίδας: generally, lucky, ἄγρη Opp. H.3.71, Hld.5.18. Adv., ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων = he was in luck, cj. Pors. for εὐβούλως, A.Ch.696: Comp., πεσσοὶ εὐβολώτερον πίπτοντες Aristaenet. 1.23.

German (Pape)

[Seite 1058] gut werfend, treffend, Hel. 5, 18; – ἄγρη, eine glückliche Jagd, Opp. H. 3, 71; auch vom Brettspiel, πεσσοὶ εὐβολώτερον πίπτοντες Aristaen. 1, 23, die glücklicher fallen; vgl. Poll. 9, 94.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui jette (les dés) adroitement;
2 qui réussit, heureux.
Étymologie: εὖ, βάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

εὔβολος: -ον, (βάλλω) εὐκόλως ἐπιτυγχάνων βόλος, εὐκόλως ἐπιτυγχάνον ῥίψιμον τοῦ κύβου, Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος (τὸ δὲ Μίδας ἦν ὄνομα βόλου) Εὔβολος ἐν «Κυβευταῖς» 4, Πολυδ. Θ΄, 94, Σουΐδ. ἐν λ. Μίδας: - καθόλου, εὐτυχής, ἐπιτυχής, «τυχηρός», ἄγρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 71, Ἡλιόδ. 5. 18. - Ἐπίρρ., ἦν γάρ εὐβόλως ἔχων, ἦτο εὐτυχής, διετέλει ἐν εὐτυχίᾳ, Αἰσχύλ. Χο. 696 (οὕτως ὁ Pors. ἀντὶ εὐβούλως).

Greek Monolingual

εὔβολος, -ον (Α)
1. αυτός που ρίχνει με ευστοχία τον βόλο, το ζάριΜίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος»)
2. αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη ζαριά
3. ο επιτυχημένος, ο εύστοχοςεὔβολος ἄγρη», Οππ.).
επίρρ...
εὐβόλως
1. φρ. «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων» — ήταν ευτυχισμένος (Αισχύλ.)
2) αντί ευβούλως
3) ευστόχως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βολος (< βάλλω), πρβλ. αμφί-βολος].

Greek Monotonic

εὔβολος: -ον, αυτός που κερδίζει στο ρίξιμο του κύβου, του ζαριού, εύστοχος, επιτυχής· επίρρ., ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων, βρισκόταν σε ευτυχία, ήταν ευτυχισμένος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εὔ-βολος, ον
throwing luckily (with the dice): adv., ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων he was in luck, Aesch.