φύζα: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(45)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fyza
|Transliteration C=fyza
|Beta Code=fu/za
|Beta Code=fu/za
|Definition=(not φῦζα, Hdn.Gr.<span class="bibl">1.251</span>), ἡ, expld. as <b class="b3">ἡ μετὰ δειλίας φυγή</b> by Aristarch. ap. Apollon.<span class="title">Lex.</span><span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> s.v. [[φόβος]]:—<b class="b2">headlong flight, rout</b>, φύζα, φόβον κρυόεντος ἑταίρη <span class="bibl">Il.9.2</span>, cf. <span class="bibl">14.140</span>; ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας <span class="bibl">15.62</span>; θάνατον καὶ φ. ἑταίρων <span class="bibl">17.381</span>; ἐν δὲ Ζεὺς . . φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν <span class="bibl">Od.14.269</span>.</span>
|Definition=(not φῦζα, Hdn.Gr.1.251), ἡ, expld. as <b class="b3">ἡ μετὰ δειλίας φυγή</b> by Aristarch. ap. Apollon.''Lex.''[[sub verbo|s.v.]] [[φόβος]]:—[[headlong flight]], [[rout]], φύζα, φόβον κρυόεντος ἑταίρη Il.9.2, cf. 14.140; ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας 15.62; θάνατον καὶ φ. ἑταίρων 17.381; ἐν δὲ Ζεὺς.. φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν Od.14.269.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1312.png Seite 1312]] ἡ, poet., verwandt [[φυγή]], [[φεύγω]], fugio, »biegen«, Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 2. Aufl. S. 172; öfters bei Hom., einmal in der Bedeutung »<b class="b2">Schrecken</b>«, [[ἔκπληξις]], Iliad. 9, 2 Ἀχαιοὺς θεσπεσίη ἔχε [[φύζα]], φόβου κρυόεντος ἑταίρη, sonst in der Bedeutung »<b class="b2">feige Flucht</b>«, ἡ μετὰ δέους [[φυγή]], ἡ μετὰ δειλίας [[φυγή]]; so Iliad. 15, 62 ἀνάλκιδα φύζαν, Odyss. 14, 269 φύζαν κακήν. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 77 und 382. – Sp. Ep. – Die Betonung φῦζα ist unrichtig.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1312.png Seite 1312]] ἡ, poet., verwandt [[φυγή]], [[φεύγω]], fugio, »biegen«, Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 2. Aufl. S. 172; öfters bei Hom., einmal in der Bedeutung »[[Schrecken]]«, [[ἔκπληξις]], Iliad. 9, 2 Ἀχαιοὺς θεσπεσίη ἔχε [[φύζα]], φόβου κρυόεντος ἑταίρη, sonst in der Bedeutung »[[feige Flucht]]«, ἡ μετὰ δέους [[φυγή]], ἡ μετὰ δειλίας [[φυγή]]; so Iliad. 15, 62 ἀνάλκιδα φύζαν, Odyss. 14, 269 φύζαν κακήν. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 77 und 382. – Sp. Ep. – Die Betonung φῦζα ist unrichtig.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />[[fuite]].<br />'''Étymologie:''' p. *φύγjα de R. Φυγ, fuir ; v. [[φεύγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φύζα:''' ἡ эп. Hom. = [[φυγή]] 1.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φύζα''': (οὐχὶ φῦζα, Ἀρκάδ. 96), ἡ, ἑρμηνεύεται ὡς ἡ [[μετὰ]] δειλίας φυγὴ (Ἀρίσταρχ. ἐν Ἀπολλ. Ὁμ. Λεξ. ἐν λ.), ἡ [[μετὰ]] φόβου [[φυγή]], [[φύζα]], φόβου κρυόεντος ἑταίρη Ἰλ. Θ. 2, πρβλ. Ξ. 140· ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας Ο. 62· θάνατον καὶ φ. ἑταίρων Ρ 381· Ζεύς... φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν Ὀδ. Ξ. 269, πρβλ. Ρ. 438.
|lstext='''φύζα''': (οὐχὶ φῦζα, Ἀρκάδ. 96), ἡ, ἑρμηνεύεται ὡς ἡ μετὰ δειλίας φυγὴ (Ἀρίσταρχ. ἐν Ἀπολλ. Ὁμ. Λεξ. ἐν λ.), ἡ μετὰ φόβου [[φυγή]], [[φύζα]], φόβου κρυόεντος ἑταίρη Ἰλ. Θ. 2, πρβλ. Ξ. 140· ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας Ο. 62· θάνατον καὶ φ. ἑταίρων Ρ 381· Ζεύς... φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν Ὀδ. Ξ. 269, πρβλ. Ρ. 438.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />fuite.<br />'''Étymologie:''' p. *φύγjα de R. Φυγ, fuir ; v. [[φεύγω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και φῡζα, ἡ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[φυγή]] λόγω φόβου, [[φευγιό]] («αὐτὰρ Ἀχαιοὺς Θεσπεσίη ἔχε [[φύζα]], φόβου κρυόεντος ἑταίρη», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φύζα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φυγ</i>-<i>yα</i>) έχει σχηματιστεί από το [[ριζικό]] όν. <i>φύξ</i>, [[φυγός]] με [[επίθημα]] -<i>ya</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μᾰζα</i>: θ. <i>μαγ</i>- του [[μάσσω]], [[ὄσσα]]: θ. <i>οπ</i>- της λ. <i>ὄψ</i> [Ι] «[[φωνή]]»)].
|mltxt=και φῡζα, ἡ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[φυγή]] λόγω φόβου, [[φευγιό]] («αὐτὰρ Ἀχαιοὺς Θεσπεσίη ἔχε [[φύζα]], φόβου κρυόεντος ἑταίρη», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φύζα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φυγ</i>-<i>yα</i>) έχει σχηματιστεί από το [[ριζικό]] όν. <i>φύξ</i>, [[φυγός]] με [[επίθημα]] -<i>ya</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μᾰζα</i>: θ. <i>μαγ</i>- του [[μάσσω]], [[ὄσσα]]: θ. <i>οπ</i>- της λ. <i>ὄψ</i> [Ι] «[[φωνή]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φύζα:''' ἡ, ορμητική [[δραπέτευση]], [[σύσταση]] συμμορίας, σε Όμηρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φύζα]], ἡ,<br />[[headlong]] [[flight]], [[rout]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύζα Medium diacritics: φύζα Low diacritics: φύζα Capitals: ΦΥΖΑ
Transliteration A: phýza Transliteration B: phyza Transliteration C: fyza Beta Code: fu/za

English (LSJ)

(not φῦζα, Hdn.Gr.1.251), ἡ, expld. as ἡ μετὰ δειλίας φυγή by Aristarch. ap. Apollon.Lex.s.v. φόβος:—headlong flight, rout, φύζα, φόβον κρυόεντος ἑταίρη Il.9.2, cf. 14.140; ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας 15.62; θάνατον καὶ φ. ἑταίρων 17.381; ἐν δὲ Ζεὺς.. φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν Od.14.269.

German (Pape)

[Seite 1312] ἡ, poet., verwandt φυγή, φεύγω, fugio, »biegen«, Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 2. Aufl. S. 172; öfters bei Hom., einmal in der Bedeutung »Schrecken«, ἔκπληξις, Iliad. 9, 2 Ἀχαιοὺς θεσπεσίη ἔχε φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη, sonst in der Bedeutung »feige Flucht«, ἡ μετὰ δέους φυγή, ἡ μετὰ δειλίας φυγή; so Iliad. 15, 62 ἀνάλκιδα φύζαν, Odyss. 14, 269 φύζαν κακήν. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 77 und 382. – Sp. Ep. – Die Betonung φῦζα ist unrichtig.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
fuite.
Étymologie: p. *φύγjα de R. Φυγ, fuir ; v. φεύγω.

Russian (Dvoretsky)

φύζα: ἡ эп. Hom. = φυγή 1.

Greek (Liddell-Scott)

φύζα: (οὐχὶ φῦζα, Ἀρκάδ. 96), ἡ, ἑρμηνεύεται ὡς ἡ μετὰ δειλίας φυγὴ (Ἀρίσταρχ. ἐν Ἀπολλ. Ὁμ. Λεξ. ἐν λ.), ἡ μετὰ φόβου φυγή, φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη Ἰλ. Θ. 2, πρβλ. Ξ. 140· ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας Ο. 62· θάνατον καὶ φ. ἑταίρων Ρ 381· Ζεύς... φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν Ὀδ. Ξ. 269, πρβλ. Ρ. 438.

English (Autenrieth)

(root φυγ, φυγή): panic (flight).

Greek Monolingual

και φῡζα, ἡ, Α
(επικ. τ.) φυγή λόγω φόβου, φευγιό («αὐτὰρ Ἀχαιοὺς Θεσπεσίη ἔχε φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φύζα (< φυγ-) έχει σχηματιστεί από το ριζικό όν. φύξ, φυγός με επίθημα -ya (πρβλ. μᾰζα: θ. μαγ- του μάσσω, ὄσσα: θ. οπ- της λ. ὄψ [Ι] «φωνή»)].

Greek Monotonic

φύζα: ἡ, ορμητική δραπέτευση, σύσταση συμμορίας, σε Όμηρ.

Middle Liddell

φύζα, ἡ,
headlong flight, rout, Hom.