θυιάς: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thyias | |Transliteration C=thyias | ||
|Beta Code=quia/s | |Beta Code=quia/s | ||
|Definition= | |Definition=θυιάδος, ἡ:—written θυάς Tim.''Fr.''3, A.''Th.''498 cod. Med.: ([[θύω]]):—<br><span class="bld">A</span> [[inspired]], [[possessed woman]], esp. ''Bacchante'', ll. cc., cf. A.''Th.'' 836, ''Supp.''564 (both lyr.), Plu.2.293f, etc.; cf. [[Θυῖαι]]<br><span class="bld">II</span> fem. Adj., [[frantic]], [[mad for love]], Lyc.143. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1222.png Seite 1222]] άδος, ἡ, auch θυϊάς geschrieben, aber [[θυάς]] ist eine fehlerhafte Form; die | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1222.png Seite 1222]] άδος, ἡ, auch θυϊάς geschrieben, aber [[θυάς]] ist eine fehlerhafte Form; die [[Rasende]], [[Bacchantinn]], Aesch. Spt. 480. 818; öfter Plat.; als adj. fem., z. B. [[ἑορτή]], das Bacchusfest, Nonn.; [[λύσσα]] Christodor. Ecphr. 39. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />transportée de délire bachique, inspirée ; furieuse comme une bacchante ; ἡ [[θυιάς]] bacchante.<br />'''Étymologie:''' cf. [[θυάς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θυιάς''': -άδος, ἡ· [[συχνάκις]] [[ἐσφαλμένως]] γραφόμενον: θυάς, Βεντλέϋος εἰς Ὀρ. ᾨδ. 2. 19, 9, Βλωμφ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 498· (θύω)· - γυνὴ μαινομένη ἢ [[θεόπνευστος]], ἰδίως [[μαινάς]], [[Βάκχη]], [[αὐτόθι]] 498, 836, Ἱκέτ. 564, Πλούτ. 2. 293F, κτλ· πρβλ. [[Θυῖαι]]. ΙΙ. ὡς θηλ. ἐπίθ. ἑορτὴ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. β΄, 113. 2) μαινόμενος, ἐμμανὴς ἐξ ἔρωτος, [[ἐρωτόληπτος]], Λυκόφρ. 143· σπανιώτερον ὡς ἀρσ. κατὰ τὸν Ἰακώψ. ἐν Δελφ. Ἐπιγρ. 4. 45. | |lstext='''θυιάς''': -άδος, ἡ· [[συχνάκις]] [[ἐσφαλμένως]] γραφόμενον: θυάς, Βεντλέϋος εἰς Ὀρ. ᾨδ. 2. 19, 9, Βλωμφ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 498· (θύω)· - γυνὴ μαινομένη ἢ [[θεόπνευστος]], ἰδίως [[μαινάς]], [[Βάκχη]], [[αὐτόθι]] 498, 836, Ἱκέτ. 564, Πλούτ. 2. 293F, κτλ· πρβλ. [[Θυῖαι]]. ΙΙ. ὡς θηλ. ἐπίθ. ἑορτὴ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. β΄, 113. 2) μαινόμενος, ἐμμανὴς ἐξ ἔρωτος, [[ἐρωτόληπτος]], Λυκόφρ. 143· σπανιώτερον ὡς ἀρσ. κατὰ τὸν Ἰακώψ. ἐν Δελφ. Ἐπιγρ. 4. 45. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
θυιάδος, ἡ:—written θυάς Tim.Fr.3, A.Th.498 cod. Med.: (θύω):—
A inspired, possessed woman, esp. Bacchante, ll. cc., cf. A.Th. 836, Supp.564 (both lyr.), Plu.2.293f, etc.; cf. Θυῖαι
II fem. Adj., frantic, mad for love, Lyc.143.
German (Pape)
[Seite 1222] άδος, ἡ, auch θυϊάς geschrieben, aber θυάς ist eine fehlerhafte Form; die Rasende, Bacchantinn, Aesch. Spt. 480. 818; öfter Plat.; als adj. fem., z. B. ἑορτή, das Bacchusfest, Nonn.; λύσσα Christodor. Ecphr. 39.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
transportée de délire bachique, inspirée ; furieuse comme une bacchante ; ἡ θυιάς bacchante.
Étymologie: cf. θυάς.
Greek (Liddell-Scott)
θυιάς: -άδος, ἡ· συχνάκις ἐσφαλμένως γραφόμενον: θυάς, Βεντλέϋος εἰς Ὀρ. ᾨδ. 2. 19, 9, Βλωμφ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 498· (θύω)· - γυνὴ μαινομένη ἢ θεόπνευστος, ἰδίως μαινάς, Βάκχη, αὐτόθι 498, 836, Ἱκέτ. 564, Πλούτ. 2. 293F, κτλ· πρβλ. Θυῖαι. ΙΙ. ὡς θηλ. ἐπίθ. ἑορτὴ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. β΄, 113. 2) μαινόμενος, ἐμμανὴς ἐξ ἔρωτος, ἐρωτόληπτος, Λυκόφρ. 143· σπανιώτερον ὡς ἀρσ. κατὰ τὸν Ἰακώψ. ἐν Δελφ. Ἐπιγρ. 4. 45.
Greek Monolingual
θυάς και διάφ. γρφ. θυάς, -άδος, ἡ (ΑΜ) [θύω (ΙΙ)]
μσν.
επίθεση, έφοδος, προσβολή
αρχ.
1. γυναίκα μαινόμενη ή θεόπνευστη («μαινόμενα... οδύναις κεντροδαλήτισι θυιὰς Ἥρας», φρενοκρουσμένη από τους πόνους που της προκαλούν τα κεντρίσματα της Ήρας μαινάδα, Αισχύλ.)
2. ως κύρ. όν. αἱ Θυιάδες ή Θυιάδες
οι Μαινάδες, οι Βάκχες («Θυάδες
αἱ Βάκχαι, παρὰ τὸ θύω, τὸ ὁρμῶ, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι Θυιάδες», Ε.Μ.)
3. (ως επίθ. θηλ. και σπαν. σε επιγρ. ως αρσ.) γυναίκα ερωτόληπτη, ερωτομανής.
Greek Monotonic
θυιάς: -άδος, ἡ (θύω), γυναίκα σε ιερή μανία ή έμπνευση, Βάκχα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
θυιάς, άδος, [θύω]
a mad or inspired woman, a Bacchante, Aesch.