συμβιωτής: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symviotis
|Transliteration C=symviotis
|Beta Code=sumbiwth/s
|Beta Code=sumbiwth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who lives with]], [[companion]], [[partner]], prob. l. in <span class="bibl">Eup.448</span>, cf. <span class="bibl">Plb.8.10.3</span>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Fam.</span>9.10.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> esp. of the [[confidants]] of the Roman Emperors, etc., Plu.2.207c, <span class="bibl">Jul. <span class="title">Caes.</span>326b</span>; σ. τοῦ βασιλέως Βαβυλῶνος <span class="bibl">LXX <span class="title">Bel</span> 2</span>.</span>
|Definition=συμβιωτοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[one who lives with]], [[companion]], [[partner]], prob. l. in Eup.448, cf. Plb.8.10.3, Cic.''Fam.''9.10.2.<br><span class="bld">II</span> especially of the [[confidant]]s of the Roman Emperors, etc., Plu.2.207c, Jul. ''Caes.''326b; σ. τοῦ βασιλέως Βαβυλῶνος [[LXX]] ''Bel'' 2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0978.png Seite 978]] ὁ, der mit Andern zusammen od. in Gesellschaft Lebende; Pol. 8, 12, 3; καὶ [[ἑταῖρος]], Plut. Cat. min. 35.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0978.png Seite 978]] ὁ, der mit Andern zusammen od. in Gesellschaft Lebende; Pol. 8, 12, 3; καὶ [[ἑταῖρος]], Plut. Cat. min. 35.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />confident <i>ou</i> favori des empereurs romains.<br />'''Étymologie:''' [[συμβιόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμβιωτής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1</b> [[сотоварищ]], [[близкий друг]] Polyb.;<br /><b class="num">2</b> [[наперсник]], [[любимец]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμβιωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ζῶν μετά τινος, [[σύντροφος]], [[ἑταῖρος]], πιθ. γραφὴ ἐν Εὐπόλ. «Κόλακι» 26, πρβλ. Πολύβ. 8. 12, 3, C c. Fam. 9. 10, κτλ. ΙΙ. [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν ἑταίρων ἢ εὐνοουμένων τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων, Πλούταρχ. 2. 207C, ὁ αὐτ. ἐν Ἰουλ. Καίσ. 21, πρβλ. Becker. Röm. All. 2. 3, σ. 231.
|lstext='''συμβιωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ζῶν μετά τινος, [[σύντροφος]], [[ἑταῖρος]], πιθ. γραφὴ ἐν Εὐπόλ. «Κόλακι» 26, πρβλ. Πολύβ. 8. 12, 3, C c. Fam. 9. 10, κτλ. ΙΙ. [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν ἑταίρων ἢ εὐνοουμένων τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων, Πλούταρχ. 2. 207C, ὁ αὐτ. ἐν Ἰουλ. Καίσ. 21, πρβλ. Becker. Röm. All. 2. 3, σ. 231.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />confident <i>ou</i> favori des empereurs romains.<br />'''Étymologie:''' [[συμβιόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[συμβιῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μοναχός]] στο ίδιο [[μοναστήρι]] με κάποιον [[άλλο]] («[[συμβιωτής]] [[ἀδελφός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύντροφος]], [[εταίρος]] («Σαρδαναπάλου ἤ τῶν ἐκείνου συμβιωτῶν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευνοούμενος]] του βασιλιά ή του αυτοκράτορα της Ρώμης<br /><b>3.</b> [[μέλος]] εταιρείας.
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[συμβιῶ]], -ώνω<br /><b>μσν.</b><br />[[μοναχός]] στο ίδιο [[μοναστήρι]] με κάποιον [[άλλο]] («[[συμβιωτής]] [[ἀδελφός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύντροφος]], [[εταίρος]] («Σαρδαναπάλου ἤ τῶν ἐκείνου συμβιωτῶν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευνοούμενος]] του βασιλιά ή του αυτοκράτορα της Ρώμης<br /><b>3.</b> [[μέλος]] εταιρείας.
}}
{{elru
|elrutext='''συμβιωτής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> сотоварищ, близкий друг Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> наперсник, любимец Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβῐωτής Medium diacritics: συμβιωτής Low diacritics: συμβιωτής Capitals: ΣΥΜΒΙΩΤΗΣ
Transliteration A: symbiōtḗs Transliteration B: symbiōtēs Transliteration C: symviotis Beta Code: sumbiwth/s

English (LSJ)

συμβιωτοῦ, ὁ,
A one who lives with, companion, partner, prob. l. in Eup.448, cf. Plb.8.10.3, Cic.Fam.9.10.2.
II especially of the confidants of the Roman Emperors, etc., Plu.2.207c, Jul. Caes.326b; σ. τοῦ βασιλέως Βαβυλῶνος LXX Bel 2.

German (Pape)

[Seite 978] ὁ, der mit Andern zusammen od. in Gesellschaft Lebende; Pol. 8, 12, 3; καὶ ἑταῖρος, Plut. Cat. min. 35.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
confident ou favori des empereurs romains.
Étymologie: συμβιόω.

Russian (Dvoretsky)

συμβιωτής: οῦ ὁ
1 сотоварищ, близкий друг Polyb.;
2 наперсник, любимец Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συμβιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ζῶν μετά τινος, σύντροφος, ἑταῖρος, πιθ. γραφὴ ἐν Εὐπόλ. «Κόλακι» 26, πρβλ. Πολύβ. 8. 12, 3, C c. Fam. 9. 10, κτλ. ΙΙ. μάλιστα ἐπὶ τῶν ἑταίρων ἢ εὐνοουμένων τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων, Πλούταρχ. 2. 207C, ὁ αὐτ. ἐν Ἰουλ. Καίσ. 21, πρβλ. Becker. Röm. All. 2. 3, σ. 231.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ συμβιῶ, -ώνω
μσν.
μοναχός στο ίδιο μοναστήρι με κάποιον άλλοσυμβιωτής ἀδελφός»)
αρχ.
1. σύντροφος, εταίρος («Σαρδαναπάλου ἤ τῶν ἐκείνου συμβιωτῶν», Πολ.)
2. ευνοούμενος του βασιλιά ή του αυτοκράτορα της Ρώμης
3. μέλος εταιρείας.