διέκπλοος: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diekploos
|Transliteration C=diekploos
|Beta Code=die/kploos
|Beta Code=die/kploos
|Definition=contr. [[διέκπλους]], ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[passage]], <b class="b3">τῶν βραχέων</b> [[through]] the shallows, <span class="bibl">Hdt.4.179</span>; δ. ὑπόφαυσιν καταλιπεῖν <span class="bibl">Id.7.36</span>, cf. <span class="bibl">Pl. <span class="title">Criti.</span> 115e</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[breaking the enemy's line]] in a sea-fight, δ. ποιεύμενος <span class="bibl">Hdt.6.12</span>, cf. <span class="bibl">Th.1.49</span>, <span class="bibl">7.36</span>.</span>
|Definition=contr. [[διέκπλους]], ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[passage]], <b class="b3">τῶν βραχέων</b> [[through]] the shallows, Hdt.4.179; δ. ὑπόφαυσιν καταλιπεῖν Id.7.36, cf. Pl. ''Criti.'' 115e.<br><span class="bld">II</span> [[breaking the enemy's line]] in a sea-fight, δ. ποιεύμενος Hdt.6.12, cf. Th.1.49, 7.36.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διέκπλοος Medium diacritics: διέκπλοος Low diacritics: διέκπλοος Capitals: ΔΙΕΚΠΛΟΟΣ
Transliteration A: diékploos Transliteration B: diekploos Transliteration C: diekploos Beta Code: die/kploos

English (LSJ)

contr. διέκπλους, ὁ,
A passage, τῶν βραχέων through the shallows, Hdt.4.179; δ. ὑπόφαυσιν καταλιπεῖν Id.7.36, cf. Pl. Criti. 115e.
II breaking the enemy's line in a sea-fight, δ. ποιεύμενος Hdt.6.12, cf. Th.1.49, 7.36.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): contr. διέκπλους Th.2.83
I 1paso o salida natural o artificial para la navegación διέκπλοον δὲ ὑπόφαυσιν κατέλιπον Hdt.7.36, cf. Pl.Criti.115e, δ. τῶν βραχέων Hdt.4.179, αἱ Κυάνεαι ... τραχὺν ποιοῦσαι τὸν διέκπλουν τὸν διὰ τοῦ Βυζαντιακοῦ στόματος Str.1.2.10, ὁ γὰρ δ. ἀπελείφθη μιᾷ νηί D.S.13.47, ἀπέκλεισαν τὸν διέκπλουν τοῦ λιμένος Plu.Nic.24, en lugares pantanosos entre cañaverales, Hld.1.6.2.
2 navegación, travesía ἐν τῷ διέκπλῳ τῷ μέχρι δεῦρο mientras navegaba hacia aquí Hld.1.27.3.
II en táct. naval, maniobra de ruptura de la línea pasando con la propia nave entre dos naves enemigas διέκπλοον ποιεύμενος τῇσι νηυσὶ δι' ἀλληλέων realizando con las naves la maniobra de romper mutuamente sus líneas Hdt.6.12, cf. 8.9, ἐτάξαντο κύκλον τῶν νεῶν ὡς μέγιστον οἷοί τ' ἦσαν μὴ διδόντες διέκπλουν Th.l.c., cf. 1.49, 7.36, X.HG 1.6.31, κατὰ μὲν τὰς διέκπλους παρασύροντες τῶν πολεμίων νεῶν τοὺς ταρσοὺς ἠχρείουν Plb.16.3.14, cf. D.C.49.3.2.

German (Pape)

[Seite 618] zsgzgn -πλους, ὁ, Durchfahrt, Her. 4, 179; Raum dazu, 7, 36; bes. das Durchbrechen der feindlichen Schiffsreihe, 8, 9; Thuc. 1, 49. 7, 36 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

όου (ὁ) :
par contr. att. διέκπλους;
1 navigation à travers;
2 manœuvre de vaisseaux qui traversent la ligne ennemie (pour l'attaquer à revers).
Étymologie: διεκπλέω.

Russian (Dvoretsky)

διέκπλοος: стяж. διέκπλους
1 переезд на кораблях: διέκπλοον ποιεῖσθαι τῇσι νηυσὶ δι᾽ ἀλλήλων Her. совершать проплыв одних кораблей между другими (вид морских маневров);
2 место переезда на кораблях, переправа (διέκπλοον δεικνύναι Her.);
3 воен. прорыв линии неприятельского флота (ἀπόπειραν ποιήσασθαι τῆς μάχης καὶ τοῦ διεκπλόου Her.; τῶν πολεμίων νεῶν Polyb.): διέκπλοι οὐκ ἦσαν Thuc. пробиться на кораблях не было возможности.

Greek (Liddell-Scott)

διέκπλοος: συνῃρ. διέκπλους, ὁ, τὸ πλεῖν διὰ μέσου, τὸ διέρχεσθαι διὰ μέσου καὶ ἐξέρχεσθαι εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, Ἡρόδ. 7. 36· τῶν βραχέων, διὰ μέσου τῶν ῥηχῶν νερῶν, ὁ αὐτ. 4. 179, πρβλ. Πλάτ. Κριτ. 115Ε. ΙΙ.ἡ διάσπασις τῆς ἐχθρικῆς γραμμῆς ἐν ναυμαχίᾳ, Ἡρόδ. 6. 12, Θουκ. 1. 49, ἔνθα ἴδε Arnold· πρβλ. τὸ προηγ.

Greek Monotonic

διέκπλοος: συνηρ. διέκπλους, ὁ,·
I. διέλευση ανάμεσα ή απέναντι από, διάπλευση, σε Ηρόδ.
II. διάσπαση της εχθρικής γραμμής σε ναυμαχία, στον ίδ., σε Θουκ.

Middle Liddell

n [from διεκπλέω
I. a sailing across or through, passing across or through, Hdt.
II. a breaking the enemy's line in a sea-fight, Hdt., Thuc.