κυνόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kynoglossos
|Transliteration C=kynoglossos
|Beta Code=kuno/glwssos
|Beta Code=kuno/glwssos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dog-tongued]]: hence </span><span class="sense"><span class="bld">1</span> [[κυνόγλωσσος]], [[]], kind of [[fish]], <span class="bibl">Epich. 44</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[hound's tongue]], [[Cynoglossum columnae]], Nic.<span class="title">Fr.</span>71:—also [[κυνόγλωσσον]], τό, Ps.-Dsc.4.127, Zopyr. ap. <span class="bibl">Orib.14.62.1</span>.</span>
|Definition=κυνόγλωσσον,<br><span class="bld">A</span> [[dog-tongued]]: hence<br><span class="bld">1</span> [[κυνόγλωσσος]], ὁ, kind of [[fish]], Epich. 44.<br><span class="bld">2</span> [[hound's tongue]], [[Cynoglossum columnae]], Nic.''Fr.''71:—also [[κυνόγλωσσον]], τό, Ps.-Dsc.4.127, Zopyr. ap. Orib.14.62.1.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόγλωσσος Medium diacritics: κυνόγλωσσος Low diacritics: κυνόγλωσσος Capitals: ΚΥΝΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: kynóglōssos Transliteration B: kynoglōssos Transliteration C: kynoglossos Beta Code: kuno/glwssos

English (LSJ)

κυνόγλωσσον,
A dog-tongued: hence
1 κυνόγλωσσος, ὁ, kind of fish, Epich. 44.
2 hound's tongue, Cynoglossum columnae, Nic.Fr.71:—also κυνόγλωσσον, τό, Ps.-Dsc.4.127, Zopyr. ap. Orib.14.62.1.

Greek (Liddell-Scott)

κυνόγλωσσος: -ον, ἔχων γλῶσσαν κυνός, Ἐπίχ. 52 Ahr. ΙΙ. κυνόγλωσσον, τό, «σκυλλόγλωσσα», βοτάνη τις, Cynoglossum officinale, Διοσκ. 4. 129.

Greek Monolingual

-η, -ό (Α κυνόγλωσσος, -ον)
1. αυτός που έχει γλώσσα όμοια με τη γλώσσα του σκύλου
2. το ουδ. ως ουσ. το κυνόγλωσσο(ν)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια βοραγινίδες
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.κυνόγλωσσος
α) είδος ψαριού
β) το φυτό κυνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. θεό-γλωσσος, κακό-γλωσσος].

German (Pape)

ὁ, ein Fisch, Epicharm. bei Ath. VII.288b und 308e. Vgl. κυνόγλωσσον.