παλιμπετής: Difference between revisions
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(6_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=palimpetis | |Transliteration C=palimpetis | ||
|Beta Code=palimpeth/s | |Beta Code=palimpeth/s | ||
|Definition= | |Definition=παλιμπετές, ([[πίπτω]]) [[falling back]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 3.30; [[recurrent]], Theol.Ar.57: in early writers only in neut. as adverb, [[back again]], ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλιμπετές Il.16.395; ὡς… ἐν νηῒ παλιμπετὲς ἀπονέωνται Od.5.27, cf. Call.''Del.''294, A.R.2.1250, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0448.png Seite 448]] ές, zurückfallend, zurückkehrend; das adj. erst sehr Sp. – Adv. ist παλιμπετές, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0448.png Seite 448]] ές, zurückfallend, zurückkehrend; das adj. erst sehr Sp. – Adv. ist παλιμπετές, [[zurück]], z. B. ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλ. Il. 16, 395, ἐν νηῒ παλ. ἀπονέωνται, zurückkehren, Od. 5, 27, wo einige Alte es für eine syncopirte Form statt παλιμπετέες erklärten (vgl. Buttm. Lexil. I p. 42). Nachgeahmt von sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1252 Callim. Del. 294; – παλιμπετῶς Schol. Il. 16, 395. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui tombe <i>ou</i> retombe en arrière.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[πίπτω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παλιμπετής -ές [[[πάλιν]], [[πίπτω]]] n. adv. παλιμπετές weer terug. | |||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ές ([[πίπτω]]): neut. as adv., (falling) [[back]] [[again]], [[back]], Il. 16.395, Od. 5.27. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παλιμπετής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που έχει πέσει [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παλίνδρομος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>παλιμπετές</i><br />[[πίσω]] [[πάλι]] («ἐπὶ νῆας ἐέργε παλιμπετές», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i>, που κατ' άλλους συνδέεται με το ρ. [[πίπτω]], ενώ κατ' άλλους με το ρ. [[πέτομαι]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πᾰλιμπετής:''' -ές ([[πίπτω]]), αυτός που πέφτει προς τα [[πίσω]]· ουδ. ως επίρρ., [[πίσω]], [[πίσω]] [[ξανά]], σε Όμηρ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλιμπετής''': -ές, ([[πίπτω]]) ὁ εἰς [[τοὐπίσω]] πεπτωκώς, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 34., 9. 27· - παρὰ τοῖς δοκίμοις [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ὡς τὸ [[πάλιν]], [[ὀπίσω]], [[ὀπίσω]] [[πάλιν]], ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλιμπετὲς Ἰλ. Π. 395· ὡς ... ἐν νηὶ παλιμπετὲς ἀπονέωνται, «ἐξ ὑποστροφῆς, εἰς τὰ [[ὀπίσω]]» (Σχόλ.), Ὀδ. Ε. 27· οὕτω παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 294, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1250, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[παλιμπετής]]· ὀπισθόρμητος, ἢ [[ἐναντιοπετής]]». - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 278. | |lstext='''πᾰλιμπετής''': -ές, ([[πίπτω]]) ὁ εἰς [[τοὐπίσω]] πεπτωκώς, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 34., 9. 27· - παρὰ τοῖς δοκίμοις [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ὡς τὸ [[πάλιν]], [[ὀπίσω]], [[ὀπίσω]] [[πάλιν]], ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλιμπετὲς Ἰλ. Π. 395· ὡς ... ἐν νηὶ παλιμπετὲς ἀπονέωνται, «ἐξ ὑποστροφῆς, εἰς τὰ [[ὀπίσω]]» (Σχόλ.), Ὀδ. Ε. 27· οὕτω παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 294, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1250, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[παλιμπετής]]· ὀπισθόρμητος, ἢ [[ἐναντιοπετής]]». - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 278. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πᾰλιμ-πετής, ές [[πίπτω]]<br />falling [[back]]:—in neut. as adv., [[back]], [[back]] [[again]], Hom. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
παλιμπετές, (πίπτω) falling back, Nonn. D. 3.30; recurrent, Theol.Ar.57: in early writers only in neut. as adverb, back again, ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλιμπετές Il.16.395; ὡς… ἐν νηῒ παλιμπετὲς ἀπονέωνται Od.5.27, cf. Call.Del.294, A.R.2.1250, etc.
German (Pape)
[Seite 448] ές, zurückfallend, zurückkehrend; das adj. erst sehr Sp. – Adv. ist παλιμπετές, zurück, z. B. ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλ. Il. 16, 395, ἐν νηῒ παλ. ἀπονέωνται, zurückkehren, Od. 5, 27, wo einige Alte es für eine syncopirte Form statt παλιμπετέες erklärten (vgl. Buttm. Lexil. I p. 42). Nachgeahmt von sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1252 Callim. Del. 294; – παλιμπετῶς Schol. Il. 16, 395.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui tombe ou retombe en arrière.
Étymologie: πάλιν, πίπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλιμπετής -ές [πάλιν, πίπτω] n. adv. παλιμπετές weer terug.
English (Autenrieth)
ές (πίπτω): neut. as adv., (falling) back again, back, Il. 16.395, Od. 5.27.
Greek Monolingual
παλιμπετής, -ές (ΑΜ)
αυτός που έχει πέσει προς τα πίσω
αρχ.
1. παλίνδρομος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) παλιμπετές
πίσω πάλι («ἐπὶ νῆας ἐέργε παλιμπετές», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -πετής, που κατ' άλλους συνδέεται με το ρ. πίπτω, ενώ κατ' άλλους με το ρ. πέτομαι.
Greek Monotonic
πᾰλιμπετής: -ές (πίπτω), αυτός που πέφτει προς τα πίσω· ουδ. ως επίρρ., πίσω, πίσω ξανά, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμπετής: -ές, (πίπτω) ὁ εἰς τοὐπίσω πεπτωκώς, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 34., 9. 27· - παρὰ τοῖς δοκίμοις εἶναι ἐν χρήσει μόνον κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ὡς τὸ πάλιν, ὀπίσω, ὀπίσω πάλιν, ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλιμπετὲς Ἰλ. Π. 395· ὡς ... ἐν νηὶ παλιμπετὲς ἀπονέωνται, «ἐξ ὑποστροφῆς, εἰς τὰ ὀπίσω» (Σχόλ.), Ὀδ. Ε. 27· οὕτω παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 294, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1250, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιμπετής· ὀπισθόρμητος, ἢ ἐναντιοπετής». - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 278.
Middle Liddell
πᾰλιμ-πετής, ές πίπτω
falling back:—in neut. as adv., back, back again, Hom.