μελασμός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melasmos
|Transliteration C=melasmos
|Beta Code=melasmo/s
|Beta Code=melasmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[blackening]] of flesh from mortification, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span> 5.17</span> (pl.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[dyeing black]], μελασμοὶ τριχῶν Dsc.1.112, Gal.12.446. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[black spot]], Plu.2.921f (pl.), <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Ph.</span>1294.20</span>; on snakes, Plu.2.564d.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[blackening]] of flesh from mortification, Hp.''Aph.'' 5.17 (pl.).<br><span class="bld">2</span> [[dyeing black]], μελασμοὶ τριχῶν Dsc.1.112, Gal.12.446.<br><span class="bld">II</span> [[black spot]], Plu.2.921f (pl.), Simp.''in Ph.''1294.20; on snakes, Plu.2.564d.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μέλασμα]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μέλασμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελασμός:''' ὁ [[черное пятно]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελασμός]], ὁ (Α) [[μελαίνω]]<br /><b>1.</b> το [[μελάνιασμα]] τών σαρκών του σώματος λόγω νεκρώσεως<br /><b>2.</b> το να βάφει [[κάποιος]] [[κάτι]] μαύρο, το [[μαύρισμα]] («μελασμοὶ τριχῶν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>3.</b> μαύρο [[στίγμα]], μαύρη [[κηλίδα]]<br /><b>4.</b> (για [[φίδι]]) το να έχει μαύρο [[δέρμα]].
|mltxt=[[μελασμός]], ὁ (Α) [[μελαίνω]]<br /><b>1.</b> το [[μελάνιασμα]] τών σαρκών του σώματος λόγω νεκρώσεως<br /><b>2.</b> το να βάφει [[κάποιος]] [[κάτι]] μαύρο, το [[μαύρισμα]] («μελασμοὶ τριχῶν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>3.</b> μαύρο [[στίγμα]], μαύρη [[κηλίδα]]<br /><b>4.</b> (για [[φίδι]]) το να έχει μαύρο [[δέρμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελασμός:''' ὁ [[черное пятно]] Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελασμός Medium diacritics: μελασμός Low diacritics: μελασμός Capitals: ΜΕΛΑΣΜΟΣ
Transliteration A: melasmós Transliteration B: melasmos Transliteration C: melasmos Beta Code: melasmo/s

English (LSJ)

ὁ,
A blackening of flesh from mortification, Hp.Aph. 5.17 (pl.).
2 dyeing black, μελασμοὶ τριχῶν Dsc.1.112, Gal.12.446.
II black spot, Plu.2.921f (pl.), Simp.in Ph.1294.20; on snakes, Plu.2.564d.

German (Pape)

[Seite 121] ὁ, das Schwärzen, im plur. schwarze Flecken, Plut. tac. orb. lun. 5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. μέλασμα.

Russian (Dvoretsky)

μελασμός:черное пятно Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μελασμός: ὁ, «μαύρισμα», τῶν τριχῶν Διοσκ. 1. 155· ἰδίως «μελάνιασμα» ἐκ νεκρώσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1253. ΙΙ. μελανὸν στίγμα, Πλουτ. 2. 921F.

Greek Monolingual

μελασμός, ὁ (Α) μελαίνω
1. το μελάνιασμα τών σαρκών του σώματος λόγω νεκρώσεως
2. το να βάφει κάποιος κάτι μαύρο, το μαύρισμα («μελασμοὶ τριχῶν», Διοσκ.)
3. μαύρο στίγμα, μαύρη κηλίδα
4. (για φίδι) το να έχει μαύρο δέρμα.