ὑποκονίω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypokonio
|Transliteration C=ypokonio
|Beta Code=u(pokoni/w
|Beta Code=u(pokoni/w
|Definition=[ῑ], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[put dust to the roots]], esp. [[by digging]] (cf. [[ὑποσκάπτω]]), <span class="bibl">Id.<span class="title">HP</span>2.7.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Med., of wrestlers, [[sprinkle oneself with dust]], in preparation for the contest, τὼ χεῖρε ὑποκονίεται <span class="title">Com.Adesp.</span>401: metaph., Plu.2.614d.</span>
|Definition=[ῑ],<br><span class="bld">A</span> [[put dust to the roots]], esp. [[by digging]] (cf. [[ὑποσκάπτω]]), Id.''HP''2.7.5.<br><span class="bld">II</span> Med., of wrestlers, [[sprinkle oneself with dust]], in preparation for the contest, τὼ χεῖρε ὑποκονίεται ''Com.Adesp.''401: metaph., Plu.2.614d.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκονίω Medium diacritics: ὑποκονίω Low diacritics: υποκονίω Capitals: ΥΠΟΚΟΝΙΩ
Transliteration A: hypokoníō Transliteration B: hypokoniō Transliteration C: ypokonio Beta Code: u(pokoni/w

English (LSJ)

[ῑ],
A put dust to the roots, esp. by digging (cf. ὑποσκάπτω), Id.HP2.7.5.
II Med., of wrestlers, sprinkle oneself with dust, in preparation for the contest, τὼ χεῖρε ὑποκονίεται Com.Adesp.401: metaph., Plu.2.614d.

German (Pape)

[Seite 1221] ein wenig bestäuben, bes. den Weinstock od. die Weintrauben beim Behacken bestäuben, pulverare, wie ὑποσκάπτω, Theophr. – Med. von den Ringern, sich mit dem Ringerstaube bestreuen, dah. sich zum Kampfe rüsten, Plut. Pomp. 53 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκονίω: μέλλ. -ίσω [ῑ], καλύπτω διὰ κόνεως ἢ χώματος, μάλιστα σκάπτων πέριξ τῶν ριζῶν, Λατιν. pulverare, ἀλλαχοῦ ὑποσκάπτω, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5. ΙΙ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ παλαιστῶν, τρίβω τὰς παλάμας τῶν χειρῶν μου ἐπὶ τῆς κόνεως τοῦ ἐδάφους, σκονίζω αὐτὰς ἵνα μὴ διαφεύγῃ εὐκόλως ἀπὸ τῶν χειρῶν μου ὁ ἀντίπαλός μου, (διότι τὰ σώματα τῶν παλαιόντων ἦσαν λιπαρὰ ἐκ τοῦ ἐλαίου δι’ οὗ ἠλείφοντο πρὸ τοῦ ἀγῶνος καὶ ἑπομένως ὀλισθηρά), οὐδ’ ὑποκονίεται, τὴν λαβὴν εὔτονον ποιῶν καὶ ἄφυκτον Πλούτ. 2. 614D˙Ϗ τὼ χεῖρε ὑποκονίεται Κωμικ. Ἀνώνυμ. ἐν Meineke 5. 1, σ. ccctix.

Greek Monolingual

Α
1. (σχετικά με φυτό και, ιδίως, αμπέλι) καλύπτω με σκόνη ή με χώμα («τρέφειν δὲ δοκεῖ καὶ ὁ κονιορτὸς ἔνια, καὶ θαλλεῖν ποιεῖν οἷον τὸν βότρυν
διὸ καὶ ὑποκονίουσι πολλάκις, οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾱς ὑποσκάπτουσι», Θεόφρ.)
2. μέσ. ὑποκονίομαι
(για παλαιστή που προετοιμάζεται για αγώνα) τρίβω τις παλάμες τών χεριών μου πάνω στο έδαφος για να τίς καλύψω με σκόνη («οὐδ' ὑποκονίεται τὴν λαβὴν εὔτονον ποιῶν καὶ ἄφυκτον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κονίω «καλύπτω με σκόνη»].