θεομήστωρ: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theomistor | |Transliteration C=theomistor | ||
|Beta Code=qeomh/stwr | |Beta Code=qeomh/stwr | ||
|Definition=ορος, ὁ, < | |Definition=-ορος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[like the gods in counsel]], A. ''Pers.''655 (lyr.), ''IG''14.1868.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[devised by God]], θεομήστορος εἰκόνα κόσμου Alex.Eph. ap. Theo Sm p.141H. (-μήτορος codd., em. Meineke); κόσμον Man.4.7 (-μήτορα edd. vett.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
-ορος, ὁ,
A like the gods in counsel, A. Pers.655 (lyr.), IG14.1868.
II Pass., devised by God, θεομήστορος εἰκόνα κόσμου Alex.Eph. ap. Theo Sm p.141H. (-μήτορος codd., em. Meineke); κόσμον Man.4.7 (-μήτορα edd. vett.).
German (Pape)
[Seite 1196] ορος, ὁ, göttlicher Rathgeber, Aesch. Pers. 653.
French (Bailly abrégé)
ορος;
d'une sagesse divine, qui donne des conseils divins.
Étymologie: θεός, μήδομαι.
Russian (Dvoretsky)
θεομήστωρ: ορος ὁ вдохновленный богами советник, дающий достойные божества указания Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
θεομήστωρ: -ορος, ὁ, ἴσος τοῖς θεοῖς κατὰ τὴν βουλήν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 655, Συλλ. Ἐπιγρ. 6264· πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος· - ὡς κύρ. ὄνομα, Ἡρόδ. 8. 85. ΙΙ. ἐπινοηθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, κόσμος Μανέθων 4. 7 (κοιν. -μήτωρ).
Greek Monolingual
θεομήστωρ, -ορός, ὁ (Α)
1. αυτός που μοιάζει με τους θεούς στη σκέψη, που συμβουλεύει σαν θεός
2. ο επινοημένος από θεό («θεομήστορος εἰκόνα κόσμου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + μήστωρ «σύμβουλος» (< μήδομαι)].
Greek Monotonic
θεομήστωρ: -ορος, ὁ, όμοιος στη γνώμη με τους θεούς, σε Αισχύλ.