θάλεα: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(16)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thalea
|Transliteration C=thalea
|Beta Code=qa/lea
|Beta Code=qa/lea
|Definition=[ᾰ], Lacon. σάλ- (v. infr.), τά, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">good cheer, happy thoughts</b>, of the sleeping Astyanax, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ <span class="bibl">Il.22.504</span>; ἐν σάλεσσι πολλοῖς ἥμενος <span class="bibl">Alcm.10</span>; θαλέεσσιν ἀνατρέφειν τινά Call.<b class="b2">Fr. anon</b>.<span class="bibl">31</span>.—In form and accent pl. of <b class="b3">θάλος</b>, in meaning closer to <b class="b3">θάλεια, θαλία</b>.</span>
|Definition=[ᾰ], Lacon. [[σάλεα]] (v. infr.), τά, [[good cheer]], [[happy thoughts]], of the sleeping Astyanax, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Il.22.504; ἐν σάλεσσι πολλοῖς ἥμενος Alcm.10; θαλέεσσιν ἀνατρέφειν τινά Call.Fr. anon.31.—In form and accent pl. of [[θάλος]], in meaning closer to [[θάλεια]], [[θαλία]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1183.png Seite 1183]] τά, s. [[θάλος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1183.png Seite 1183]] τά, s. [[θάλος]].
}}
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />[[joie]], [[plaisir]].<br />'''Étymologie:''' probabl. pl. neutre de *θάλυς, d'où fém. [[θάλεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''θάλεα:''' (θᾰ) τά (только в gen. pl. θαλέων) жизнерадостность, веселье: θαλέων ἐμπλησάμενος [[κῆρ]] Hom. с сердцем, исполненным радости.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θάλεα''': ᾰ, τά, [[χαρά]], [[εὐθυμία]], εὐτυχεῖς στοχασμοί, ἐπὶ τοῦ κοιμωμένου Ἀστυάνακτος, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Ἰλ. Χ. 504· ἐν σάλεσσι (Λακων. ἀντὶ θάλεσι) πολλοῖς [[ἥμερος]] Ἀλκμὰν 70· θαλέεσσιν ἀνατρέφειν τινὰ Ἄδηλ. παρὰ Σουΐδ. - [[Κατὰ]] τύπον (ἂν καὶ οὐχὶ κατὰ τονισμὸν) οὐδ. πληθ. ὀνομαστικῆς *θαλύς· πρβλ. [[θάλεια]].
|lstext='''θάλεα''': ᾰ, τά, [[χαρά]], [[εὐθυμία]], εὐτυχεῖς στοχασμοί, ἐπὶ τοῦ κοιμωμένου Ἀστυάνακτος, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Ἰλ. Χ. 504· ἐν σάλεσσι (Λακων. ἀντὶ θάλεσι) πολλοῖς [[ἥμερος]] Ἀλκμὰν 70· θαλέεσσιν ἀνατρέφειν τινὰ Ἄδηλ. παρὰ Σουΐδ. - [[Κατὰ]] τύπον (ἂν καὶ οὐχὶ κατὰ τονισμὸν) οὐδ. πληθ. ὀνομαστικῆς *θαλύς· πρβλ. [[θάλεια]].
}}
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />joie, plaisir.<br />'''Étymologie:''' probabl. pl. neutre de *θάλυς, d’où fém. [[θάλεια]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θάλεα]], τὰ (Α)<br />[[ευφροσύνη]], [[ευθυμία]] («Άστυάναξ... θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πληθ. του [[θάλος]], <i>τα</i>].
|mltxt=[[θάλεα]], τὰ (Α)<br />[[ευφροσύνη]], [[ευθυμία]] («Άστυάναξ... θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πληθ. του [[θάλος]], <i>τα</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θάλεα:''' [ᾰ], τά ([[θάλλω]]), [[χαρά]], [[ευθυμία]], χαρούμενες σκέψεις· θαλέων ἐμπλησάμενος [[κῆρ]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θᾰ́λεα, τά, [[θάλλω]]<br />[[good]] [[cheer]], [[happy]] thoughts, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάλεα Medium diacritics: θάλεα Low diacritics: θάλεα Capitals: ΘΑΛΕΑ
Transliteration A: thálea Transliteration B: thalea Transliteration C: thalea Beta Code: qa/lea

English (LSJ)

[ᾰ], Lacon. σάλεα (v. infr.), τά, good cheer, happy thoughts, of the sleeping Astyanax, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Il.22.504; ἐν σάλεσσι πολλοῖς ἥμενος Alcm.10; θαλέεσσιν ἀνατρέφειν τινά Call.Fr. anon.31.—In form and accent pl. of θάλος, in meaning closer to θάλεια, θαλία.

German (Pape)

[Seite 1183] τά, s. θάλος.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
joie, plaisir.
Étymologie: probabl. pl. neutre de *θάλυς, d'où fém. θάλεια.

Russian (Dvoretsky)

θάλεα: (θᾰ) τά (только в gen. pl. θαλέων) жизнерадостность, веселье: θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Hom. с сердцем, исполненным радости.

Greek (Liddell-Scott)

θάλεα: ᾰ, τά, χαρά, εὐθυμία, εὐτυχεῖς στοχασμοί, ἐπὶ τοῦ κοιμωμένου Ἀστυάνακτος, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Ἰλ. Χ. 504· ἐν σάλεσσι (Λακων. ἀντὶ θάλεσι) πολλοῖς ἥμερος Ἀλκμὰν 70· θαλέεσσιν ἀνατρέφειν τινὰ Ἄδηλ. παρὰ Σουΐδ. - Κατὰ τύπον (ἂν καὶ οὐχὶ κατὰ τονισμὸν) οὐδ. πληθ. ὀνομαστικῆς *θαλύς· πρβλ. θάλεια.

English (Autenrieth)

pl.: good cheer, Il. 22.504†.

Greek Monolingual

θάλεα, τὰ (Α)
ευφροσύνη, ευθυμία («Άστυάναξ... θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. του θάλος, τα].

Greek Monotonic

θάλεα: [ᾰ], τά (θάλλω), χαρά, ευθυμία, χαρούμενες σκέψεις· θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

θᾰ́λεα, τά, θάλλω
good cheer, happy thoughts, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Il.