εὔπεπλος: Difference between revisions

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
(15)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eypeplos
|Transliteration C=eypeplos
|Beta Code=eu)/peplos
|Beta Code=eu)/peplos
|Definition=Ep. <b class="b3">ἐϋ</b>-, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with beautiful peplos, beautifully robed</b>, of women, <span class="bibl">Il.5.424</span>, <span class="bibl">Od.6.49</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>273</span>; οὐρανοῦ θυγάτηρ Pi.<span class="title">Pae.Fr.</span> 16.10, cf. <span class="bibl">B.8.61</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">εὔπεπλον, τό,</b> = [[δαφνοειδές]], Ps.-Dsc.4.146.</span>
|Definition=Ep. [[ἐϋπεπλος]], ον,<br><span class="bld">A</span> [[with beautiful peplos]], [[beautifully robed]], of women, Il.5.424, Od.6.49, Hes.''Th.''273; οὐρανοῦ [[θυγάτηρ]] Pi.''Pae.Fr.'' 16.10, cf. B.8.61.<br><span class="bld">II</span> [[εὔπεπλον]], τό, = [[δαφνοειδές]], Ps.-Dsc.4.146.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1087.png Seite 1087]] schöngewandig, Ἀχαιϊάδες, [[ἀμφίπολος]], Il. 5, 424. 6, 372, Ναυσικάα, Od. 6, 49; [[Δαμάτηρ]], Theocr. 7, 32.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1087.png Seite 1087]] schöngewandig, Ἀχαιϊάδες, [[ἀμφίπολος]], Il. 5, 424. 6, 372, Ναυσικάα, Od. 6, 49; [[Δαμάτηρ]], Theocr. 7, 32.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[au beau voile]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πέπλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπεπλος:''' [[красиво одетый]], [[нарядный]] ([[ἀμφίπολος]], [[εἰνάτερες]] Hom.; [[Δαμάτηρ]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔπεπλος''': -ον, ἔχων ὡραῖον πέπλον, ὡραῖα ἐνδεδυμένος, ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ε. 424, Ὀδ. Ζ. 49, Ἡσ. Θ. 273, Βακχυλ. 10. 42., 14. 49 (ἔκδ. Blass).
|lstext='''εὔπεπλος''': -ον, ἔχων ὡραῖον πέπλον, ὡραῖα ἐνδεδυμένος, ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ε. 424, Ὀδ. Ζ. 49, Ἡσ. Θ. 273, Βακχυλ. 10. 42., 14. 49 (ἔκδ. Blass).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au beau voile.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πέπλος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[εὔπεπλος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[beautiful]] peplos εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ (ἐυπέπλῳ Π, sed “non nisi ante duas consonantes,” [[not]]. Snell) Πα. 7B. 15.
|sltr=[[εὔπεπλος]], -ον</b> [[with]] [[beautiful]] peplos εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ (ἐυπέπλῳ Π, sed “non nisi ante duas consonantes,” [[not]]. Snell) Πα. 7B. 15.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔπεπλος]], -ον και επικ. τ. ἐΰπεπλος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για γυναίκες)<br /><b>1.</b> αυτή που έχει [[ωραίο]] πέπλο<br /><b>2.</b> (κατ' [[επέκταση]])<br />ο ωραία ντυμένος, αυτός που έχει ωραία [[εμφάνιση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔπεπλον</i><br />το δαφνοειδές, [[μικρός]] [[θάμνος]] με εύοσμα [[άνθη]] που χρησιμοποιούνται στη [[φαρμακευτική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πέπλος]].
|mltxt=[[εὔπεπλος]], -ον και επικ. τ. ἐΰπεπλος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για γυναίκες)<br /><b>1.</b> αυτή που έχει [[ωραίο]] πέπλο<br /><b>2.</b> (κατ' [[επέκταση]])<br />ο ωραία ντυμένος, αυτός που έχει ωραία [[εμφάνιση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔπεπλον</i><br />το δαφνοειδές, [[μικρός]] [[θάμνος]] με εύοσμα [[άνθη]] που χρησιμοποιούνται στη [[φαρμακευτική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πέπλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔπεπλος:''' -ον, αυτός που είναι όμορφα ντυμένος, [[καλοντυμένος]], σε Όμηρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-πεπλος, ον<br />[[beautifully]] robed, Hom.
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπεπλος Medium diacritics: εὔπεπλος Low diacritics: εύπεπλος Capitals: ΕΥΠΕΠΛΟΣ
Transliteration A: eúpeplos Transliteration B: eupeplos Transliteration C: eypeplos Beta Code: eu)/peplos

English (LSJ)

Ep. ἐϋπεπλος, ον,
A with beautiful peplos, beautifully robed, of women, Il.5.424, Od.6.49, Hes.Th.273; οὐρανοῦ θυγάτηρ Pi.Pae.Fr. 16.10, cf. B.8.61.
II εὔπεπλον, τό, = δαφνοειδές, Ps.-Dsc.4.146.

German (Pape)

[Seite 1087] schöngewandig, Ἀχαιϊάδες, ἀμφίπολος, Il. 5, 424. 6, 372, Ναυσικάα, Od. 6, 49; Δαμάτηρ, Theocr. 7, 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au beau voile.
Étymologie: εὖ, πέπλος.

Russian (Dvoretsky)

εὔπεπλος: красиво одетый, нарядный (ἀμφίπολος, εἰνάτερες Hom.; Δαμάτηρ Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπεπλος: -ον, ἔχων ὡραῖον πέπλον, ὡραῖα ἐνδεδυμένος, ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ε. 424, Ὀδ. Ζ. 49, Ἡσ. Θ. 273, Βακχυλ. 10. 42., 14. 49 (ἔκδ. Blass).

English (Autenrieth)

with beautiful mantle, beautifully robed, Il. 5.424, Od. 6.49.

English (Slater)

εὔπεπλος, -ον with beautiful peplos εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ (ἐυπέπλῳ Π, sed “non nisi ante duas consonantes,” not. Snell) Πα. 7B. 15.

Greek Monolingual

εὔπεπλος, -ον και επικ. τ. ἐΰπεπλος, -ον (Α)
1. (για γυναίκες)
1. αυτή που έχει ωραίο πέπλο
2. (κατ' επέκταση)
ο ωραία ντυμένος, αυτός που έχει ωραία εμφάνιση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔπεπλον
το δαφνοειδές, μικρός θάμνος με εύοσμα άνθη που χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πέπλος.

Greek Monotonic

εὔπεπλος: -ον, αυτός που είναι όμορφα ντυμένος, καλοντυμένος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

εὔ-πεπλος, ον
beautifully robed, Hom.