θυία: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thyia
|Transliteration C=thyia
|Beta Code=qui/a
|Beta Code=qui/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[odorous cedar]], [[Juniperus foetidissima]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.9.3</span>, <span class="bibl">4.1.3</span>; or [[θύεια]], ib.<span class="bibl">3.4.2</span>,<span class="bibl">6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[θύον]] ''1'' ([[quod vide|q.v.]]), Dsc.1.26. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> v. [[θυεία]].</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[odorous cedar]], [[Juniperus foetidissima]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.9.3, 4.1.3; or [[θύεια]], ib.3.4.2,6.<br><span class="bld">II</span> = [[θύον]] ''1'' ([[quod vide|q.v.]]), Dsc.1.26.<br><span class="bld">III</span> v. [[θυεία]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυία Medium diacritics: θυία Low diacritics: θυία Capitals: ΘΥΙΑ
Transliteration A: thyía Transliteration B: thuia Transliteration C: thyia Beta Code: qui/a

English (LSJ)

ἡ,
A odorous cedar, Juniperus foetidissima, Thphr. HP 1.9.3, 4.1.3; or θύεια, ib.3.4.2,6.
II = θύον 1 (q.v.), Dsc.1.26.
III v. θυεία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 thuia (lat. citrus);
2 arbre toujours vert des montagnes de Grèce, le savinier.
Étymologie: R. Θυ, exhaler un souffle, une odeur ; cf. θυμός, θύμος.

German (Pape)

θυεία.

Russian (Dvoretsky)

θυία: ἡ Diod., Plin. v.l. = θύον.

Greek (Liddell-Scott)

θυία: ἢ βέλτιον θύα, ἡ, δένδρον τι τῆς Ἀφρικῆς εὐῶδες, ἐξ οὗ κατεσκεύαζον πολυτελῆ ἔπιπλα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 7, Πλίν. Η. Ν. 13. 30 (ἐν οἷς χωρίοις καλεῖται καὶ θύον, ὃ ἴδε), Διόδ. 5. 46. Τὸ ξύλον ὅλως ἀσαπές, Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.∙ καὶ ἦτο ποικίλον, Στράβ. 202, Πλίν. ἔνθ’ ἀνωτ.∙ ἀλλ’ εἶχεν ἐνίοτε κηλῖδας, Διοσκ. 1. 25∙ ξύλον θύϊον, ἀναφέρεται ὡς βαρύτιμον, Ἀποκάλ. ιη΄, 12. Ἦτο πιθανῶς εἶδός τι ἀρκεύθου ἢ arbor vitae. Οἱ Λατῖνοι μετέφραζον αὐτὸ διὰ τοῦ citrus, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ συγχέωμεν αὐτὸ πρὸς τὴν κιτρέαν, ἴδε Πλίν. Η. Ν. 13. 6. 2) εἶδος δένδρου φυομένου ἐπὶ τῶν Ἑλληνικῶν ὀρέων, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 3., 4. 1, 2, κτλ.

Spanish

mortero

Greek Monolingual

(I)
ἡ (Α θυία) θύον
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας τών κωνοφόρων, κν. τούγια
αρχ.
1. ευώδες δένδρο της Αφρικής
2. το θύον.
(II)
θυῑα, τὰ (Α) [θύω (ΙΙ)]
γιορτή προς τιμήν του Διονύσου στην Ήλιδα.

Greek Monotonic

θυία: ή καλύτερα θύεια, ἡ, Αφρικανικό δέντρο με ευώδες ξύλο, είδος κέδρου ή juniper, σε Θεόφρ.

Middle Liddell


an African tree with scented wood, a kind of juniper or cedar, Theophr.

Léxico de magia

mortero ταῦτα τὰ ἄνθη ... λειοτρίβησον εἰς λευκὴν θυίαν machaca estas flores en un mortero blanco P XIII 28