παρολισθάνω: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parolisthano | |Transliteration C=parolisthano | ||
|Beta Code=parolisqa/nw | |Beta Code=parolisqa/nw | ||
|Definition=later | |Definition=later [[παρολισθαίνω]], Apollod.''Poliorc.''154.4:—<br><span class="bld">A</span> [[slip aside]], ἐς τὸ πλάγιον Hp.''Art.''16; [[slip in]], εἰς ἔντερα Dsc.''Alex.''11, cf. Plu.2.698c, 701b, Luc.''Laps.''15.<br><span class="bld">II</span> [[make a mistake]], Plb.31.31.1. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
later παρολισθαίνω, Apollod.Poliorc.154.4:—
A slip aside, ἐς τὸ πλάγιον Hp.Art.16; slip in, εἰς ἔντερα Dsc.Alex.11, cf. Plu.2.698c, 701b, Luc.Laps.15.
II make a mistake, Plb.31.31.1.
French (Bailly abrégé)
v. παρολισθαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
παρολισθάνω: μεταγεν: -αίνω, μέλλ. -ολισθήσω· ἀόρ. β΄ -ώλισθον· - ὀλισθαίνω κἄπως, ἐς τὸ πλάγιον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 792· εἰσέρχομαι λάθρα ἢ κατὰ τύχην πλησίον, εἰς ἔντερα Διοσκ. π. Ἰοβόλ. κεφ. 11, πρβλ. Πλούτ. 2. 698C, 701Β· εἰς τὸ ἄμεινον παρώλισθον Λουκ. ὑπέρ τοῦ Πταίσματ. 15.
Greek Monolingual
και παρολισθαίνω Α
1. ολισθαίνω, γλιστρώ στα πλάγια
2. διολισθαίνω κάπου, μπαίνω κάπου κρυφά ή τυχαία, εισδύω κρυφά, τρυπώνω
3. σφάλλω, κάνω σφάλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀλισθαίνω / -άνω «γλυστρώ»].
German (Pape)
= παρολισθαίνω.