κατασκευαστής: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(13_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataskevastis
|Transliteration C=kataskevastis
|Beta Code=kataskeuasth/s
|Beta Code=kataskeuasth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">contriner</b>, Hsch. and Suid. s.v. [[μηχανορράφος]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">one who makes provision, commissariat officer, quartermaster</b>, <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>30.7.1</span>.</span>
|Definition=κατασκευαστοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[contriner]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] and Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[μηχανορράφος]].<br><span class="bld">2</span> [[one who makes provision]], [[commissariat officer]], [[quartermaster]], Just.''Nov.''30.7.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1378.png Seite 1378]] ὁ, der Einrichtende, Zubereitende, Sp., auch im schlimmen Sinne, wie Suid. s. v. [[μηχανοῤῥάφος]] erkl.: κατασκευαστὴς τὰ φαῦλα μηχανώμενος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1378.png Seite 1378]] ὁ, der Einrichtende, Zubereitende, Sp., auch im schlimmen Sinne, wie Suid. s. v. [[μηχανοῤῥάφος]] erkl.: κατασκευαστὴς τὰ φαῦλα μηχανώμενος.
}}
{{ls
|lstext='''κατασκευαστής''': -οῦ, ὁ, κατασκευάζων, ποιῶν, ὁ θεὸς τοῦ κόσμου κ. Τατιαν.· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασ., ὁ [[μηχανορράφος]], ἐπινοητὴς κακῶν, ὁ τὰ φαῦλα μηχανώμενος, Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=ο θηλ. [[κατασκευάστρια]] (AM [[κατασκευαστής]], θηλ. [[κατασκευάστρια]]) [[κατασκευάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατασκευάζει, αυτός που δημιουργεί («[[κατασκευαστής]] επίπλων»)<br /><b>2.</b> αυτός που μηχανεύεται [[κάτι]], ο [[επινοητής]], ο [[μηχανορράφος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[προμηθευτής]] τών αναγκαίων σε στρατιωτική [[μονάδα]] ο [[αξιωματικός]] επιμελητείας.
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκευαστής Medium diacritics: κατασκευαστής Low diacritics: κατασκευαστής Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kataskeuastḗs Transliteration B: kataskeuastēs Transliteration C: kataskevastis Beta Code: kataskeuasth/s

English (LSJ)

κατασκευαστοῦ, ὁ,
A contriner, Hsch. and Suid. s.v. μηχανορράφος.
2 one who makes provision, commissariat officer, quartermaster, Just.Nov.30.7.1.

German (Pape)

[Seite 1378] ὁ, der Einrichtende, Zubereitende, Sp., auch im schlimmen Sinne, wie Suid. s. v. μηχανοῤῥάφος erkl.: κατασκευαστὴς τὰ φαῦλα μηχανώμενος.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκευαστής: -οῦ, ὁ, κατασκευάζων, ποιῶν, ὁ θεὸς τοῦ κόσμου κ. Τατιαν.· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασ., ὁ μηχανορράφος, ἐπινοητὴς κακῶν, ὁ τὰ φαῦλα μηχανώμενος, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ο θηλ. κατασκευάστρια (AM κατασκευαστής, θηλ. κατασκευάστρια) κατασκευάζω
1. αυτός που κατασκευάζει, αυτός που δημιουργεί («κατασκευαστής επίπλων»)
2. αυτός που μηχανεύεται κάτι, ο επινοητής, ο μηχανορράφος
μσν.-αρχ.
ο προμηθευτής τών αναγκαίων σε στρατιωτική μονάδα ο αξιωματικός επιμελητείας.