χωρητικός: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=choritikos | |Transliteration C=choritikos | ||
|Beta Code=xwrhtiko/s | |Beta Code=xwrhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=χωρητική, χωρητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to contain]], [[ὑγρότητος]] Sch.Ptol.19.<br><span class="bld">2</span> [[capable of]], ἄνθρωπος ζῷον λογισμοῦ χ. Ael.''NA''2.11, cf. S.E.''P.''3.121. Adv. [[χωρητικῶς]] Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[χανδόν]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1387.png Seite 1387]] fassend, in sich begreifend, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1387.png Seite 1387]] fassend, in sich begreifend, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />capable de contenir, gén..<br />'''Étymologie:''' [[χωρέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χωρητικός:''' [[способный вместить]], [[вмещающий]] (τινος Sext.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χωρητικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ χωρήσῃ, νὰ περιλάβῃ τι, [[δεκτικός]], λογισμοῦ Αἰλ. περὶ Ζ. 2. 11, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 121. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σουΐδ. | |lstext='''χωρητικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ χωρήσῃ, νὰ περιλάβῃ τι, [[δεκτικός]], λογισμοῦ Αἰλ. περὶ Ζ. 2. 11, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 121. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σουΐδ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[χωρητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χωρητός]]<br />ο [[ικανός]] να χωρέσει, να περιλάβει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χωρητική [[αντίσταση]]»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> η [[αντίσταση]] που προβάλλει στη [[διέλευση]] ενός ημιτονοειδούς εναλλασσόμενου ρεύματος [[ένας]] [[πυκνωτής]] ή [[ένας]] [[οποιοσδήποτε]] [[αγωγός]] ορισμένης χωρητικότητας<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[δεκτικός]] επιδράσεων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χωρητικῶς</i> Α<br />με χωρητικό τρόπο, με [[δεκτικότητα]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[χωρητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χωρητός]]<br />ο [[ικανός]] να χωρέσει, να περιλάβει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χωρητική [[αντίσταση]]»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> η [[αντίσταση]] που προβάλλει στη [[διέλευση]] ενός ημιτονοειδούς εναλλασσόμενου ρεύματος [[ένας]] [[πυκνωτής]] ή [[ένας]] [[οποιοσδήποτε]] [[αγωγός]] ορισμένης χωρητικότητας<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[δεκτικός]] επιδράσεων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χωρητικῶς</i> Α<br />με χωρητικό τρόπο, με [[δεκτικότητα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
χωρητική, χωρητικόν,
A able to contain, ὑγρότητος Sch.Ptol.19.
2 capable of, ἄνθρωπος ζῷον λογισμοῦ χ. Ael.NA2.11, cf. S.E.P.3.121. Adv. χωρητικῶς Suid. s.v. χανδόν.
German (Pape)
[Seite 1387] fassend, in sich begreifend, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
capable de contenir, gén..
Étymologie: χωρέω.
Russian (Dvoretsky)
χωρητικός: способный вместить, вмещающий (τινος Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
χωρητικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ χωρήσῃ, νὰ περιλάβῃ τι, δεκτικός, λογισμοῦ Αἰλ. περὶ Ζ. 2. 11, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 121. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χωρητός
ο ικανός να χωρέσει, να περιλάβει κάτι
νεοελλ.
φρ. «χωρητική αντίσταση»
(ηλεκτρολ.) η αντίσταση που προβάλλει στη διέλευση ενός ημιτονοειδούς εναλλασσόμενου ρεύματος ένας πυκνωτής ή ένας οποιοσδήποτε αγωγός ορισμένης χωρητικότητας
αρχ.
ο δεκτικός επιδράσεων.
επίρρ...
χωρητικῶς Α
με χωρητικό τρόπο, με δεκτικότητα.