ὑπονόστησις: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (LSJ1 replacement) |
|||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yponostisis | |Transliteration C=yponostisis | ||
|Beta Code=u(pono/sthsis | |Beta Code=u(pono/sthsis | ||
|Definition=εως, ἡ, | |Definition=-εως, ἡ, [[retirement]], [[sinking]], [[subsiding]], θαλάσσης Plu. ''Ant.''3; of the Nile, Hld.9.22 (pl.); <b class="b3">ὑ. ἀέρος εἰς γῆν</b>, as a definition of an earthquake, Anaxag. ap. D.L.2.9; τοῦ θερμοῦ Gal.1.689: metaph., ἀλαζονείας Ph.''Fr.''102 H. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1227.png Seite 1227]] ἡ, Rückkehr, – das Heruntergehen, Sinken, Plut. Ant. 3; καὶ αὐξήσεις, vom Nil, Mel. 9, 23. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1227.png Seite 1227]] ἡ, Rückkehr, – das Heruntergehen, Sinken, Plut. Ant. 3; καὶ αὐξήσεις, vom Nil, Mel. 9, 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se perdre sous terre <i>en parl. de l'eau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπονοστέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπονόστησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[убывание]], [[спад]] (τῆς θαλάσσης Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[опускание]], [[проникновение]] (ἀέρος εἰς γῆν Anax. ap. Diog. L.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπονόστησις''': -εως, ἡ, [[ὑποστροφή]], [[ὑποχώρησις]], [[κατάπτωσις]], ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλουτ. Ἀντών. 3· ὑπον. ἀέρος εἰς γῆν, ὡς ὁρισμὸς τοῦ σεισμοῦ, Ἀναξαγ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 9· τὴν τοῦ θερμοῦ ὑπονόστησιν Γαλην. τ. 19, σ. 344. 12. | |lstext='''ὑπονόστησις''': -εως, ἡ, [[ὑποστροφή]], [[ὑποχώρησις]], [[κατάπτωσις]], ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλουτ. Ἀντών. 3· ὑπον. ἀέρος εἰς γῆν, ὡς ὁρισμὸς τοῦ σεισμοῦ, Ἀναξαγ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 9· τὴν τοῦ θερμοῦ ὑπονόστησιν Γαλην. τ. 19, σ. 344. 12. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[ὑπονοστῶ]]<br /><b>1.</b> [[πτώση]] σε χαμηλότερα επίπεδα, σε χαμηλότερη [[στάθμη]], [[καθίζηση]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[πτώση]] σε χαμηλότερο βαθμό («τὴν | |mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[ὑπονοστῶ]]<br /><b>1.</b> [[πτώση]] σε χαμηλότερα επίπεδα, σε χαμηλότερη [[στάθμη]], [[καθίζηση]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[πτώση]] σε χαμηλότερο βαθμό («τὴν τοῦ θερμοῦ ὑπονόστησιν», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑπονόστησις]] ἀέρος εἰς γῆν» — ο [[σεισμός]] <b>(Αναξαγ.)</b>. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπονόστησις:''' -εως, ἡ, [[υποχώρηση]], [[καθίζηση]], λέγεται για [[θάλασσα]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ὑπονόστησις:''' -εως, ἡ, [[υποχώρηση]], [[καθίζηση]], λέγεται για [[θάλασσα]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὑπονόστησις]], εως, [from [[ὑπονοστέω]]<br />[[subsidence]], of the sea, Plut. | |mdlsjtxt=[[ὑπονόστησις]], εως, [from [[ὑπονοστέω]]<br />[[subsidence]], of the sea, Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, retirement, sinking, subsiding, θαλάσσης Plu. Ant.3; of the Nile, Hld.9.22 (pl.); ὑ. ἀέρος εἰς γῆν, as a definition of an earthquake, Anaxag. ap. D.L.2.9; τοῦ θερμοῦ Gal.1.689: metaph., ἀλαζονείας Ph.Fr.102 H.
German (Pape)
[Seite 1227] ἡ, Rückkehr, – das Heruntergehen, Sinken, Plut. Ant. 3; καὶ αὐξήσεις, vom Nil, Mel. 9, 23.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se perdre sous terre en parl. de l'eau.
Étymologie: ὑπονοστέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπονόστησις: εως ἡ
1 убывание, спад (τῆς θαλάσσης Plut.);
2 опускание, проникновение (ἀέρος εἰς γῆν Anax. ap. Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονόστησις: -εως, ἡ, ὑποστροφή, ὑποχώρησις, κατάπτωσις, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλουτ. Ἀντών. 3· ὑπον. ἀέρος εἰς γῆν, ὡς ὁρισμὸς τοῦ σεισμοῦ, Ἀναξαγ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 9· τὴν τοῦ θερμοῦ ὑπονόστησιν Γαλην. τ. 19, σ. 344. 12.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α ὑπονοστῶ
1. πτώση σε χαμηλότερα επίπεδα, σε χαμηλότερη στάθμη, καθίζηση
2. ιατρ. πτώση σε χαμηλότερο βαθμό («τὴν τοῦ θερμοῦ ὑπονόστησιν», Γαλ.)
3. φρ. «ὑπονόστησις ἀέρος εἰς γῆν» — ο σεισμός (Αναξαγ.).
Greek Monotonic
ὑπονόστησις: -εως, ἡ, υποχώρηση, καθίζηση, λέγεται για θάλασσα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ὑπονόστησις, εως, [from ὑπονοστέω
subsidence, of the sea, Plut.