ἀμφίδυμος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfidymos
|Transliteration C=amfidymos
|Beta Code=a)mfi/dumos
|Beta Code=a)mfi/dumos
|Definition=ον, [[two-fold]], [[double]], λιμένες ἀ. <span class="bibl">Od.4.847</span>; ἀκταί <span class="bibl">A.R. 1.940</span>; πλάστιγγες <span class="bibl">Opp. <span class="title">H.</span>2.179</span>; ἰσθμός <span class="bibl">Str.6.1.5</span>; [[of double nature]], <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>3.483</span>; [[with two barbs]], ἄκοντες <span class="bibl">1.92</span>. (The termin. <b class="b3">-δυμος</b> recurs in [[δίδυμος]], [[τρίδυμος]].)  
|Definition=ἀμφίδυμον, [[two-fold]], [[double]], λιμένες ἀ. Od.4.847; ἀκταί A.R. 1.940; πλάστιγγες Opp. ''H.''2.179; ἰσθμός Str.6.1.5; [[of double nature]], Opp.''C.''3.483; [[with two barbs]], ἄκοντες 1.92. (The termin. -δυμος recurs in [[δίδυμος]], [[τρίδυμος]].)  
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίδῠμος Medium diacritics: ἀμφίδυμος Low diacritics: αμφίδυμος Capitals: ΑΜΦΙΔΥΜΟΣ
Transliteration A: amphídymos Transliteration B: amphidymos Transliteration C: amfidymos Beta Code: a)mfi/dumos

English (LSJ)

ἀμφίδυμον, two-fold, double, λιμένες ἀ. Od.4.847; ἀκταί A.R. 1.940; πλάστιγγες Opp. H.2.179; ἰσθμός Str.6.1.5; of double nature, Opp.C.3.483; with two barbs, ἄκοντες 1.92. (The termin. -δυμος recurs in δίδυμος, τρίδυμος.)

Spanish (DGE)

(ἀμφίδῠμος) -ον
1 doble λιμένες ἀ. puertos en ambas costas (en una isla) Od.4.847, cf. Call.Fr.15, ἀκταὶ ἀ. las riberas (de un istmo) que tiene puertos en ambas costas A.R.1.940, cf. Str.6.1.5 ἀ. πλάστιγγες dobles valvas de la ostra Opp.H.2.179
gener. dos ἄκοντες Opp.C.1.92 (de doble gancho según el Sch.), παῖδες Opp.C.3.61.
2 de doble naturaleza γένεθλον (cruce de camello y avestruz), Opp.C.3.483.

German (Pape)

[Seite 138] (δύομαι), von beiden Seiten zugänglich, Hom. einmal, Od. 4, 847 λιμένες δ' ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ ἀμφίδυμοι, Plur. Homerisch für den Sing.; – ἀκταί Ap. Rh. 1, 940; Opp. Cyn. 3, 483 der Strauß γένεθλον ἀμφίδυμον – μετὰ στρουθοῖο κάμηλος, ein Doppelgeschlecht; öfter bei sp. D. für zweifach, zwei.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
double.
Étymologie: ἀμφί, δίδυμος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίδυμος: открытый, доступный с двух сторон (λιμένες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίδῠμος: -ον, δίδυμος, διπλοῦς, λιμὴν ἀμφ. Ὀδ. Δ. 847· ἀκταὶ Ἀπολ. Ρόδ. Α. 940, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 179: ὁ διπλῆν ἔχων φύσιν, ὁ αὐτ. Κυν. 3. 483. (Ἡ κατάληξις -δυμος ἀπαντᾷ καὶ ἐν ταῖς λέξ. δίδυμος, τρίδυμος).

English (Autenrieth)

double, only pl., λιμένες (on both sides of the island), Od. 4.847†.

Greek Monolingual

ἀμφίδυμος, -ον (Α)
1. (για λιμάνι) αυτό που έχει δύο στόμια
2. διπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -δυ (< δύο) + -μος (πρβλ. δίδυμος, τρίδυμος)].

Greek Monotonic

ἀμφίδῠμος: -ον, διπλωμένος, διπλός, λιμὴν ἀμφ., σε Ομήρ. Οδ. (η κατάληξη -δυμος συναντάται ξανά στο δί-δυμος, τρί-δυμος).

Middle Liddell

[The term. -δυμος recurs in δίδυμος, τρίδυμος.]
two-fold, double, λιμὴν ἀμφ. Od.