ὑπέρδεινος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperdeinos
|Transliteration C=yperdeinos
|Beta Code=u(pe/rdeinos
|Beta Code=u(pe/rdeinos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[exceedingly alarming]] or [[dangerous]], τὸ πρᾶγμα εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη <span class="bibl">D.21.111</span>; [[very hard]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[very able]], ῥήτωρ <span class="bibl">Poll.4.20</span>; ὑ. εἰπεῖν <span class="bibl">D.Chr.46.7</span>.</span>
|Definition=ὑπέρδεινον,<br><span class="bld">A</span> [[exceedingly alarming]] or [[dangerous]], τὸ πρᾶγμα εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη D.21.111; [[very hard]], Luc.''Tim.''13.<br><span class="bld">2</span> [[very able]], ῥήτωρ Poll.4.20; ὑ. εἰπεῖν D.Chr.46.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1193.png Seite 1193]] übermäßig furchtbar, gewaltig, gefährlich; τὸ πρᾶγμά μοι εἰς ὑπέρδεινον περιέστη Dem. 21, 111; Luc. Tim. 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1193.png Seite 1193]] übermäßig furchtbar, gewaltig, gefährlich; τὸ πρᾶγμά μοι εἰς ὑπέρδεινον περιέστη Dem. 21, 111; Luc. Tim. 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[extraordinairement effrayant]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[δεινός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρδεινος:''' [[чрезвычайно страшный]], [[ужасный]] (τὸ [[πρᾶγμα]] Dem., Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέρδεινος''': -ον, εἰς ὑπερβολὴν [[δεινός]], φοβερὸς ἢ ἐπικίνδυνος, τὸ πρᾶγμά μοι εἰς ὑπέρδεινον περιέστη Δημ. 551. 2, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 13. 2) [[λίαν]] [[δεινός]], ἱκανώτατος, [[ῥήτωρ]] Πολυδ. Δ΄, 20· ὑπ. εἰπεῖν Δίων Χρυσ. 2. 215.
|lstext='''ὑπέρδεινος''': -ον, εἰς ὑπερβολὴν [[δεινός]], φοβερὸς ἢ ἐπικίνδυνος, τὸ πρᾶγμά μοι εἰς ὑπέρδεινον περιέστη Δημ. 551. 2, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 13. 2) [[λίαν]] [[δεινός]], ἱκανώτατος, [[ῥήτωρ]] Πολυδ. Δ΄, 20· ὑπ. εἰπεῖν Δίων Χρυσ. 2. 215.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />extraordinairement effrayant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[δεινός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρδεινος:''' -ον, υπερβολικά [[τρομακτικός]], [[ανησυχητικός]], σε Δημ., Λουκ.
|lsmtext='''ὑπέρδεινος:''' -ον, υπερβολικά [[τρομακτικός]], [[ανησυχητικός]], σε Δημ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρδεινος:''' чрезвычайно страшный, ужасный (τὸ [[πρᾶγμα]] Dem., Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-δεινος, ον,<br />[[exceeding]] [[alarming]], Dem., Luc.
|mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-δεινος, ον,<br />[[exceeding]] [[alarming]], Dem., Luc.
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρδεινος Medium diacritics: ὑπέρδεινος Low diacritics: υπέρδεινος Capitals: ΥΠΕΡΔΕΙΝΟΣ
Transliteration A: hypérdeinos Transliteration B: hyperdeinos Transliteration C: yperdeinos Beta Code: u(pe/rdeinos

English (LSJ)

ὑπέρδεινον,
A exceedingly alarming or dangerous, τὸ πρᾶγμα εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη D.21.111; very hard, Luc.Tim.13.
2 very able, ῥήτωρ Poll.4.20; ὑ. εἰπεῖν D.Chr.46.7.

German (Pape)

[Seite 1193] übermäßig furchtbar, gewaltig, gefährlich; τὸ πρᾶγμά μοι εἰς ὑπέρδεινον περιέστη Dem. 21, 111; Luc. Tim. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extraordinairement effrayant.
Étymologie: ὑπέρ, δεινός.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρδεινος: чрезвычайно страшный, ужасный (τὸ πρᾶγμα Dem., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρδεινος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν δεινός, φοβερὸς ἢ ἐπικίνδυνος, τὸ πρᾶγμά μοι εἰς ὑπέρδεινον περιέστη Δημ. 551. 2, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 13. 2) λίαν δεινός, ἱκανώτατος, ῥήτωρ Πολυδ. Δ΄, 20· ὑπ. εἰπεῖν Δίων Χρυσ. 2. 215.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύ φοβερός
2. πάρα πολύ επικίνδυνος
3. πάρα πολύ επιδέξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + δεινός «φοβερός, τρομερός»].

Greek Monotonic

ὑπέρδεινος: -ον, υπερβολικά τρομακτικός, ανησυχητικός, σε Δημ., Λουκ.

Middle Liddell

ὑπέρ-δεινος, ον,
exceeding alarming, Dem., Luc.