πραγματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pragmatodis
|Transliteration C=pragmatodis
|Beta Code=pragmatw/dhs
|Beta Code=pragmatw/dhs
|Definition=ες, = [[πραγματοειδής]], [[laborious]], αἱ ἁλύσεις πρὸς τὰ τοιαῦτα -ῶδες <span class="bibl">Aen.Tact.39.7</span>: Sup., <span class="bibl">Id.31.16</span>; [[tedious]], συγγράμματα <span class="bibl">Isoc.10.2</span> (Comp.); οὐδέν ἐστι -ωδέστερον <span class="bibl">D.19.270</span>; πραγματῶδες τὸ τοῦτο παρατηρεῖν Phld.<span class="title">Rh.</span>2.44 S.
|Definition=πραγματώδες, = [[πραγματοειδής]], [[laborious]], αἱ ἁλύσεις πρὸς τὰ τοιαῦτα -ῶδες Aen.Tact.39.7: Sup., Id.31.16; [[tedious]], συγγράμματα Isoc.10.2 (Comp.); οὐδέν ἐστι -ωδέστερον D.19.270; πραγματῶδες τὸ τοῦτο παρατηρεῖν Phld.''Rh.''2.44 S.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πραγματώδης -ες &#91;[[πρᾶγμα]], [[εἶδος]]] lastig; van geschriften langdradig. Isocr. 10.2.
|elnltext=πραγματώδης -ες &#91;[[πρᾶγμα]], [[εἶδος]]] lastig; van geschriften langdradig. Isocr. 10.2.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραγμᾰτώδης Medium diacritics: πραγματώδης Low diacritics: πραγματώδης Capitals: ΠΡΑΓΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: pragmatṓdēs Transliteration B: pragmatōdēs Transliteration C: pragmatodis Beta Code: pragmatw/dhs

English (LSJ)

πραγματώδες, = πραγματοειδής, laborious, αἱ ἁλύσεις πρὸς τὰ τοιαῦτα -ῶδες Aen.Tact.39.7: Sup., Id.31.16; tedious, συγγράμματα Isoc.10.2 (Comp.); οὐδέν ἐστι -ωδέστερον D.19.270; πραγματῶδες τὸ τοῦτο παρατηρεῖν Phld.Rh.2.44 S.

German (Pape)

[Seite 693] ες, = πραγματοειδής; Isocr. 10, 2; Dem . 19, 270 vrbdt οὐδέν ἐστι πραγματωδέστερον οὐδ' ὀχληρότερον.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
laborieux, pénible, fatigant.
Étymologie: πρᾶγμα, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πραγματώδης -ες [πρᾶγμα, εἶδος] lastig; van geschriften langdradig. Isocr. 10.2.

Russian (Dvoretsky)

πραγμᾰτώδης: утомительный, обременительный, тяжелый Isocr., Dem.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πρᾶγμα, -ατος]
1. ο πραγματοειδής
2. κουραστικός, ανιαρός, πληκτικόςοὐδέν ἐστι πραγματωδέστερον οὐδ' ὀχληρότερον τὸ καλῶς φρονεῖν τοῦ κακῶς», Φιλόδ.).
επίρρ...
πραγματωδῶς και πραγματιωδῶς, ΜΑ
πράγματι.

Greek Monotonic

πραγμᾰτώδης: -ες (εἶδος), κοπιώδης, ενοχλητικός· επίρρ. -δως, συγκρ. -έστερον, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

πραγμᾰτώδης: -ες, = πραγματοειδής, Ἰσοκρ. 208C. ― Συγκρ. -ωδέστερον, Δημ. 427. 20.

Middle Liddell

πραγμᾰτ-ώδης, ες εἶδος
laborious, troublesome: adv. -δως, comp. -έστερον Dem.