σύναμμα: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synamma
|Transliteration C=synamma
|Beta Code=su/namma
|Beta Code=su/namma
|Definition=ατος, τό, (συνάπτω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[clamp]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>687b15</span>; [[ganglion]], [[knot]], <span class="bibl">Id.<span class="title">GA</span>788a10</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">περὶ συναμμάτων</b> dub.sens.in title of work by Chrysipp., <span class="bibl">D.L.7.191</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[συνάπτω]])<br><span class="bld">A</span> [[clamp]], [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''687b15; [[ganglion]], [[knot]], Id.''GA''788a10.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">περὶ συναμμάτων</b> dub.sens.in title of work by Chrysipp., D.L.7.191.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σύναμμα -ατος, τό [συνάπτω] knoop. Plut. Alex. 18.3.
|elnltext=σύναμμα -ατος, τό [συνάπτω] knoop. Plut. Alex. 18.3.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύναμμα Medium diacritics: σύναμμα Low diacritics: σύναμμα Capitals: ΣΥΝΑΜΜΑ
Transliteration A: sýnamma Transliteration B: synamma Transliteration C: synamma Beta Code: su/namma

English (LSJ)

-ατος, τό, (συνάπτω)
A clamp, Arist.PA687b15; ganglion, knot, Id.GA788a10.
II περὶ συναμμάτων dub.sens.in title of work by Chrysipp., D.L.7.191.

German (Pape)

[Seite 999] τό, Verbindung mehrerer Dinge, Knoten; Arist. partt. an. 4, 10; Plut. Alex. 18.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
nœud.
Étymologie: συνάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύναμμα -ατος, τό [συνάπτω] knoop. Plut. Alex. 18.3.

Russian (Dvoretsky)

σύναμμα: ατος τό
1 узел: διατεμεῖν τῇ μαχαίρᾳ τὸ σ. Plut. мечом разрубить (Гордиев) узел;
2 перен. клубок, сочетание, пучок (πολλῶν ἀρχῶν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σύναμμα: τό, (συνάπτω) συνένωσις, σύνδεσμος, δεσμός, κόμβος, εἰ μέλλει ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῖν Ἀριστ. π. Ζ. Μορίων 4. 10, 26, π. Ζ. Γεν. 5. 7, 22.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συνάπτω
σύνδεσμος, δεσμός, κόμπος («εἰ μέλλειν ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῖν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ναυτ.
1. συνένωση, ένωση δύο σχοινιών με τα άκρα τους
2. πρόχειρο δέσιμο δύο ρυμάτων με δύο απλές κρεμάθρες, κν. μάτισμα με καντηλίτσες
αρχ.
1. γάγγλιο («οὐχ ὥσπερ τινὲς ὑπολαμβάνουσιν αὐτοὺς τοὺς ὄρχεις εἶναι σύναμμα πολλῶν ὀρχῶν», Αριστοτ.)
2. φρ. «Περὶ συναμμάτων» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.