Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χωριτικός: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
m (Text replacement - "ί¯" to "ῑ́")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=choritikos
|Transliteration C=choritikos
|Beta Code=xwritiko/s
|Beta Code=xwritiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">of country-folk, rustic</b>, πλῆθος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>34</span>; χ. ἀνήρ [[countryman]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>9.27</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[in rustic fashion]], opp. <b class="b3">ἐν χλιδῇ</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>4.5.54</span>, cf. Muson.<span class="title">Fr.</span> 11p.59H.</span>
|Definition=χωριτική, χωριτικόν, [[of country-folk]], [[rustic]], πλῆθος Plu.''Per.''34; χ. ἀνήρ [[countryman]], Ael.''VH''9.27. Adv. [[χωριτικῶς]] = [[in rustic fashion]], opp. <b class="b3">ἐν χλιδῇ</b>, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.5.54, cf. Muson.''Fr.'' 11p.59H.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1388.png Seite 1388]] dem Landmanne gehörig, ländlich; [[πλῆθος]], die Menge der Landbewohner, Plut. Pericl. 34. – Adv. χωριτικῶς, Ggstz ἐν χλιδῇ, Xen. Cyr. 4, 5,54.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1388.png Seite 1388]] dem Landmanne gehörig, ländlich; [[πλῆθος]], die Menge der Landbewohner, Plut. Pericl. 34. – Adv. χωριτικῶς, <span class="ggns">Gegensatz</span> ἐν χλιδῇ, Xen. Cyr. 4, 5,54.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de la campagne, campagnard : [[πλῆθος]] χωριτικόν PLUT foule des gens de campagne.<br />'''Étymologie:''' [[χωρίτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''χωρῑτικός:''' [[сельский]], [[деревенский]]: [[πλῆθος]] χωριτικόν Plut. толпа поселян.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χωρῑτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς χωρικὸν ἢ [[ὅμοιος]] χωρικῷ, [[ἀγροτικός]], χ. [[πλῆθος]] Πλουτ. Περικλ. 34· χ. [[ἀνήρ]], [[χωρίτης]], [[χωρικός]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστορ. 9. 27. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν χωρικῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν χλιδῇ, Ξεν. Κύρου 4. 5,. 54.
|lstext='''χωρῑτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς χωρικὸν ἢ [[ὅμοιος]] χωρικῷ, [[ἀγροτικός]], χ. [[πλῆθος]] Πλουτ. Περικλ. 34· χ. [[ἀνήρ]], [[χωρίτης]], [[χωρικός]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστορ. 9. 27. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν χωρικῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν χλιδῇ, Ξεν. Κύρου 4. 5,. 54.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de la campagne, campagnard : [[πλῆθος]] χωριτικόν PLUT foule des gens de campagne.<br />'''Étymologie:''' [[χωρίτης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χωρῑτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή μοιάζει σε χωρικό, [[χωριάτικος]], [[αγροτικός]], σε Πλούτ.· επίρρ. -[[κῶς]], κατά τον τρόπο των χωρικών, σε Ξεν.
|lsmtext='''χωρῑτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή μοιάζει σε χωρικό, [[χωριάτικος]], [[αγροτικός]], σε Πλούτ.· επίρρ. -[[κῶς]], κατά τον τρόπο των χωρικών, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''χωρῑτικός:''' сельский, деревенский: [[πλῆθος]] χωριτικόν Plut. толпа поселян.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χωρῑτικός, ή, όν [from χωρῑ́της]<br />of or like a [[countryman]], [[rustic]], [[rural]], Plut.: adv. -κῶς, in [[rustic]] [[fashion]], Xen.
|mdlsjtxt=χωρῑτικός, ή, όν [from χωρῑ́της]<br />of or like a [[countryman]], [[rustic]], [[rural]], Plut.: adv. -κῶς, in [[rustic]] [[fashion]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωρῑτικός Medium diacritics: χωριτικός Low diacritics: χωριτικός Capitals: ΧΩΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chōritikós Transliteration B: chōritikos Transliteration C: choritikos Beta Code: xwritiko/s

English (LSJ)

χωριτική, χωριτικόν, of country-folk, rustic, πλῆθος Plu.Per.34; χ. ἀνήρ countryman, Ael.VH9.27. Adv. χωριτικῶς = in rustic fashion, opp. ἐν χλιδῇ, X.Cyr.4.5.54, cf. Muson.Fr. 11p.59H.

German (Pape)

[Seite 1388] dem Landmanne gehörig, ländlich; πλῆθος, die Menge der Landbewohner, Plut. Pericl. 34. – Adv. χωριτικῶς, Gegensatz ἐν χλιδῇ, Xen. Cyr. 4, 5,54.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de la campagne, campagnard : πλῆθος χωριτικόν PLUT foule des gens de campagne.
Étymologie: χωρίτης.

Russian (Dvoretsky)

χωρῑτικός: сельский, деревенский: πλῆθος χωριτικόν Plut. толпа поселян.

Greek (Liddell-Scott)

χωρῑτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς χωρικὸν ἢ ὅμοιος χωρικῷ, ἀγροτικός, χ. πλῆθος Πλουτ. Περικλ. 34· χ. ἀνήρ, χωρίτης, χωρικός, Αἰλ. Ποικ. Ἱστορ. 9. 27. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν χωρικῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν χλιδῇ, Ξεν. Κύρου 4. 5,. 54.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χωρίτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρίτη, στον χωρικό, ή ο όμοιος με αυτόν, αγροτικός
2. φρ. «χωριτικὸς ἀνὴρ» — χωρικός (Αιλ.).
επίρρ...
χωριτικῶς Α
όπως οι χωρικοί, σαν τους χωρικούς.

Greek Monotonic

χωρῑτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή μοιάζει σε χωρικό, χωριάτικος, αγροτικός, σε Πλούτ.· επίρρ. -κῶς, κατά τον τρόπο των χωρικών, σε Ξεν.

Middle Liddell

χωρῑτικός, ή, όν [from χωρῑ́της]
of or like a countryman, rustic, rural, Plut.: adv. -κῶς, in rustic fashion, Xen.