ἀναισθητέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anaisthiteo
|Transliteration C=anaisthiteo
|Beta Code=a)naisqhte/w
|Beta Code=a)naisqhte/w
|Definition=[[lack]] [[perception]], <span class="bibl">D.18.221</span>; ἀναισθητέω [[ταλαιπωρία]]ς = to [[be]] [[without]] [[sense]] of [[weariness]], <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>11.5.8</span>; συμφορῶν ἀναισθητέω <span class="bibl"><span class="title">BJ</span>4.3.10</span>: abs., <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.21U.</span>, <span class="bibl">Sor.2.49</span>, prob. in <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>1.39</span>.
|Definition=[[lack]] [[perception]], D.18.221; ἀναισθητέω [[ταλαιπωρία]]ς = to [[be]] [[without]] [[sense]] of [[weariness]], J.''AJ''11.5.8; συμφορῶν ἀναισθητέω ''BJ''4.3.10: abs., Epicur.''Ep.''1p.21U., Sor.2.49, prob. in Porph.''Abst.''1.39.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναισθητέω Medium diacritics: ἀναισθητέω Low diacritics: αναισθητέω Capitals: ΑΝΑΙΣΘΗΤΕΩ
Transliteration A: anaisthētéō Transliteration B: anaisthēteō Transliteration C: anaisthiteo Beta Code: a)naisqhte/w

English (LSJ)

lack perception, D.18.221; ἀναισθητέω ταλαιπωρίας = to be without sense of weariness, J.AJ11.5.8; συμφορῶν ἀναισθητέω BJ4.3.10: abs., Epicur.Ep.1p.21U., Sor.2.49, prob. in Porph.Abst.1.39.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἀναισθητεύομαι Phryn.328
1 carecer de la facultad de la sensación, perder la sensibilidad Anon.Lond.11.27 (= Hippo A 11), Sor.127.6, ἡ ψυχή οὐδέποτε ... ἀναισθητεῖ Epicur.Ep.[2] 65
quedarse sin conocimiento, perder el sentido ἡ (Ἀνθία) ... ἔκειτο ἀναισθητοῦσα X.Eph.3.7.4
c. gen. no sentir, no darse cuenta de τῶν θερμῶν Plu.2.1062c, ταλαιπωρίας I.AI 11.176, συμφορῶν I.BI 4.165, ἡμῶν Ap.Ty.Ep.35, τῆς χρηστότητος αὐτοῦ Ign.Magn.10.1.
2 ser insensato ἐπεπείσμην δ' ὑπὲρ ἐμαυτοῦ τυχὸν μὲν ἀναισθητῶν, ὅμως δ' ἐπεπείσμην en lo que a mí mismo se refiere, estaba convencido, tal vez insensatamente, pero de todas formas estaba convencido D.18.221, cf. Ph.1.358, Chrys.M.57.378.

German (Pape)

[Seite 190] dasselbe, stumssinnig sein, Dem. 18, 221, u. Sp., wie Aesop. 73 u. Plut.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être insensible.
Étymologie: ἀναίσθητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναισθητέω: быть бесчувственным, равнодушным или тупым Aesop., Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναισθητέω: στερούμαι αἰσθητικότητος ἢ ἀντιλήψεως, Δημ. 302. 3· ἀν. ταλαιπωρίας, δὲν αἰσθάνομαι κόπωσιν, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 5, 8.

Greek Monolingual

ἀναισθητέω, ἀναισθητῶ)
δεν έχω αίσθηση ή αισθητικότητα, είμαι αναίσθητος σωματικά ή ψυχικά
νεοελλ.
προκαλώ σωματική αναισθησία κατά τις εγχειρήσεις με κατάλληλα φάρμακα, αναισθητίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσθητος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθήτηση].

Greek Monotonic

ἀναισθητέω: μέλ. -ήσω, στερούμαι αντίληψης ή αίσθησης, σε Δημ.

Middle Liddell

[from ἀναίσθητος
to want perception, Dem.