Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπογγοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spoggoeidis
|Transliteration C=spoggoeidis
|Beta Code=spoggoeidh/s
|Beta Code=spoggoeidh/s
|Definition=ές, [[sponge-like]], [[spongy]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>22</span>, <span class="bibl"><span class="title">Oss.</span>4</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>7.8</span>, al.; cf. [[σπογγώδης]]. Adv. [[σπογγειδῶς]] = [[in a way similar to a sponge]] Epicur. ap. <span class="title">Placit.</span>2.20.14.
|Definition=σπογγοειδές, [[sponge-like]], [[spongy]], Hp.''VM''22, ''Oss.''4, Gal.''UP''7.8, al.; cf. [[σπογγώδης]]. Adv. [[σπογγοειδῶς]] = [[in a way similar to a sponge]] Epicur. ap. ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''2.20.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σπογγοειδής, σπογγοειδές [σπόγγος, εἶδος] [[sponsachtig]].
|elnltext=σπογγοειδής, σπογγοειδές &#91;[[σπόγγος]], [[εἶδος]]] [[sponsachtig]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[σφογγοειδής]], -ές, Α<br />αυτός που μοιάζει με σπόγγο στη [[σύσταση]] και στις ιδιότητες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σπογγοειδή</i><br /><b>ζωολ.</b> οι σπόγγοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σπογγοειδής]] [[μυκητίαση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[λέμφωμα]] του δέρματος που δεν έχει όμως καμία [[σχέση]] με τις μυκητιάσεις [[αλλά]] [[είναι]] αιματοδερματοπάθεια, [[κακοήθης]] [[πάθηση]] του δέρματος και τών κυττάρων της αιμοποιητικής [[σειράς]], που εξελίσσεται σε [[τρεις]] φάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπογγοειδῶς</i> Α<br />με τρόπο όμοιο με του σπόγγου, απορροφητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπόγγος]] / [[σφόγγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[σφογγοειδής]], -ές, Α<br />αυτός που μοιάζει με σπόγγο στη [[σύσταση]] και στις ιδιότητες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σπογγοειδή</i><br /><b>ζωολ.</b> οι σπόγγοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σπογγοειδής]] [[μυκητίαση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[λέμφωμα]] του δέρματος που δεν έχει όμως καμία [[σχέση]] με τις μυκητιάσεις [[αλλά]] [[είναι]] αιματοδερματοπάθεια, [[κακοήθης]] [[πάθηση]] του δέρματος και τών κυττάρων της αιμοποιητικής [[σειράς]], που εξελίσσεται σε [[τρεις]] φάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπογγοειδῶς</i> Α<br />με τρόπο όμοιο με του σπόγγου, απορροφητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπόγγος]] / [[σφόγγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{trml
|trtx====[[spongy]]===
Bulgarian: гъбест, порест; Catalan: esponjós; French: [[spongieux]]; German: [[schwammartig]], [[schwammig]]; Ancient Greek: [[ἀρβόν]], [[ἔνσομφος]], [[ἐπίκοιλος]], [[σηραγγῶδες]], [[σηραγγώδης]], [[σιφλός]], [[σομφός]], [[σομφῶδες]], [[σομφώδης]], [[σπογγοειδής]], [[σπογγώδης]], [[φολλικῶδες]], [[φολλικώδης]], [[χαῦνος]]; Hungarian: szivacsos; Italian: [[spugnoso]]; Latin: [[spongiosus]]; Maori: kurupetipeti, kōpūtoitoi, pūngorungoru; Polish: gąbczasty; Russian: [[губчатый]]; Spanish: [[fofo]], [[esponjoso]]; Tagalog: muyag, langkal
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπογγοειδής Medium diacritics: σπογγοειδής Low diacritics: σπογγοειδής Capitals: ΣΠΟΓΓΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: spongoeidḗs Transliteration B: spongoeidēs Transliteration C: spoggoeidis Beta Code: spoggoeidh/s

English (LSJ)

σπογγοειδές, sponge-like, spongy, Hp.VM22, Oss.4, Gal.UP7.8, al.; cf. σπογγώδης. Adv. σπογγοειδῶς = in a way similar to a sponge Epicur. ap. Placit.2.20.14.

German (Pape)

[Seite 922] ές, schwammartig, Hippocr. und sonst.

Spanish

esponjoso‎

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπογγοειδής, σπογγοειδές [σπόγγος, εἶδος] sponsachtig.

Greek (Liddell-Scott)

σπογγοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σπόγγον, σπογγώδης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17., 274. 41, κ. ἀλλ.· πρβλ. σπογγώδης. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἐπίκουρ. παρὰ Στοβ. ἐν Ἐκλ. 1. 532.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, και σφογγοειδής, -ές, Α
αυτός που μοιάζει με σπόγγο στη σύσταση και στις ιδιότητες
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπογγοειδή
ζωολ. οι σπόγγοι
2. φρ. «σπογγοειδής μυκητίαση»
ιατρ. λέμφωμα του δέρματος που δεν έχει όμως καμία σχέση με τις μυκητιάσεις αλλά είναι αιματοδερματοπάθεια, κακοήθης πάθηση του δέρματος και τών κυττάρων της αιμοποιητικής σειράς, που εξελίσσεται σε τρεις φάσεις.
επίρρ...
σπογγοειδῶς Α
με τρόπο όμοιο με του σπόγγου, απορροφητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος / σφόγγος + -ειδής].

Translations

spongy

Bulgarian: гъбест, порест; Catalan: esponjós; French: spongieux; German: schwammartig, schwammig; Ancient Greek: ἀρβόν, ἔνσομφος, ἐπίκοιλος, σηραγγῶδες, σηραγγώδης, σιφλός, σομφός, σομφῶδες, σομφώδης, σπογγοειδής, σπογγώδης, φολλικῶδες, φολλικώδης, χαῦνος; Hungarian: szivacsos; Italian: spugnoso; Latin: spongiosus; Maori: kurupetipeti, kōpūtoitoi, pūngorungoru; Polish: gąbczasty; Russian: губчатый; Spanish: fofo, esponjoso; Tagalog: muyag, langkal