εὐπερίστατος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efperistatos
|Transliteration C=efperistatos
|Beta Code=eu)peri/statos
|Beta Code=eu)peri/statos
|Definition=ον, [[easily besetting]], ἁμαρτία <span class="bibl"><span class="title">Ep.Hebr.</span>12.1</span>; perhaps [[leading to distress]], cf. <b class="b3">περίστασις; εὐπερίστατον</b>, = [[εὔκολον]], [[εὐχερῆ]], Hsch.
|Definition=εὐπερίστατον, [[easily besetting]], ἁμαρτία ''Ep.Hebr.''12.1; perhaps [[leading to distress]], cf. <b class="b3">περίστασις; εὐπερίστατον</b>, = [[εὔκολον]], [[εὐχερῆ]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπερίστᾰτος Medium diacritics: εὐπερίστατος Low diacritics: ευπερίστατος Capitals: ΕΥΠΕΡΙΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: euperístatos Transliteration B: euperistatos Transliteration C: efperistatos Beta Code: eu)peri/statos

English (LSJ)

εὐπερίστατον, easily besetting, ἁμαρτία Ep.Hebr.12.1; perhaps leading to distress, cf. περίστασις; εὐπερίστατον, = εὔκολον, εὐχερῆ, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui circonvient facilement;
NT: facilement distrait.
Étymologie: εὖ, περιΐστημι.

Russian (Dvoretsky)

εὐπερίστατος: легко обступающий, т. е. опутывающий (ἁμαρτία NT).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπερίστᾰτος: -ον, εὐκόλως περιβάλλων, περιπλέκων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ιβʹ, 1. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «εὐπερίστατον· εὔκολον, εὐχερῆ», πρβλ. κ. Σουΐδ. καὶ Φώτ. ἐν λ.

English (Strong)

from εὖ and a derivative of a presumed compound of περί and ἵστημι; well standing around, i.e. (a competitor) thwarting (a racer) in every direction (figuratively, of sin in genitive case): which doth so easily beset.

English (Thayer)

εὐπερίστατον (from εὖ and περιστημι), skilfully surrounding i. e. besetting, namely, to prevent or retard running: Isocrates 135e.), well or much admired (cf. R. V. marginal reading)). (Not found elsewhere.)

Greek Monolingual

εὐπερίστατος, -ον (Α)
1. αυτός που περιβάλλει, που περικλείει εύκολα
2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔκολος, εὐχερής»
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «μωρός, ταχέως περιτρεπόμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-στατος (< περι-ίσταμαι)].

Greek Monotonic

εὐπερίστᾰτος: -ον (περιστῆναι), αυτός που περιβάλλει με ευκολία, που ριζώνει εύκολα, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

εὐ-περίστᾰτος, ον περιστῆναι
easily besetting, NTest.

Chinese

原文音譯:eÙper⋯statoj 由-胚里-士他拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:好-周圍-站的
字義溯源:容易纏繞的,容易纏累的,容易陷入網羅,纏累,圍繞;由(εὖ / εὖγε)=好)與(περί / περαιτέρω)=周圍)及(ἵστημι)*=站)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善),而 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 容易纏累的(1) 來12:1