τραχηλιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trachiliaios
|Transliteration C=trachiliaios
|Beta Code=traxhliai=os
|Beta Code=traxhliai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of, on</b>, or <b class="b2">from the neck</b>, <span class="bibl">Hippiatr.92</span>, Hsch. s.v. [[κόλλαπες]], <span class="bibl">Eust.1915.13</span>; perh. to be restored for <b class="b3">τραχηλιμαῖος</b> in <span class="bibl">Str.2.5.27</span>, <span class="bibl">16.4.11</span>.</span>
|Definition=α, ον, of, [[on]], or [[from the neck]], Hippiatr.92, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[κόλλαπες]], Eust.1915.13; perhaps to be restored for [[τραχηλιμαῖος]] in Str.2.5.27, 16.4.11.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰχηλιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν τράχηλον, ὁ τοῦ τραχήλου, τὸ [[μέρος]] τοῦ τραχήλου, «[[κόλλοψ]] τὸ τραχηλιαῖον τοῦ ταύρου σὺν τῇ ὑπὸ τὴν φορίνην, [[ἤγουν]] ὑπὸ τὸ δέρμα πιμελῇ» Εὐστ. 1915. 13· τὸ τραχηλιαῖον τοῦ βοὸς Ἡσύχ. ἐν λ. κόλλαπες· πιθ. διορθωτέον [[οὕτως]] ἀντὶ [[τραχηλιμαῖος]] παρὰ Στράβ. 127, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 558.
|lstext='''τρᾰχηλιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν τράχηλον, ὁ τοῦ τραχήλου, τὸ [[μέρος]] τοῦ τραχήλου, «[[κόλλοψ]] τὸ τραχηλιαῖον τοῦ ταύρου σὺν τῇ ὑπὸ τὴν φορίνην, [[ἤγουν]] ὑπὸ τὸ δέρμα πιμελῇ» Εὐστ. 1915. 13· τὸ τραχηλιαῖον τοῦ βοὸς Ἡσύχ. ἐν λ. κόλλαπες· πιθ. διορθωτέον [[οὕτως]] ἀντὶ [[τραχηλιμαῖος]] παρὰ Στράβ. 127, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 558.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[τραχηλιαῖος]], -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τράχηλο ή αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τον τράχηλο, [[τραχηλικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τραχηλιαῖον</i><br />το [[μέρος]] [[γύρω]] από τον τράχηλο («τὸ τραχηλιαῖον τοῦ βοός», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράχηλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. [[νεφριαίος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰχηλιαῖος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στον τράχηλο, που βρίσκεται στον τράχηλο, [[μέρος]] του τραχήλου, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρᾰχηλιαῖος, η, ον<br />of, on, or from the [[neck]], Strab.
}}
{{pape
|ptext=<i>vom, am [[Halse]], ihn [[betreffend]]</i>, Sp.; die Form [[τραχηλιμαῖος]] bei Strab. ist [[zweifelhaft]].
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰχηλιαῖος Medium diacritics: τραχηλιαῖος Low diacritics: τραχηλιαίος Capitals: ΤΡΑΧΗΛΙΑΙΟΣ
Transliteration A: trachēliaîos Transliteration B: trachēliaios Transliteration C: trachiliaios Beta Code: traxhliai=os

English (LSJ)

α, ον, of, on, or from the neck, Hippiatr.92, Hsch. s.v. κόλλαπες, Eust.1915.13; perhaps to be restored for τραχηλιμαῖος in Str.2.5.27, 16.4.11.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχηλιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν τράχηλον, ὁ τοῦ τραχήλου, τὸ μέρος τοῦ τραχήλου, «κόλλοψ τὸ τραχηλιαῖον τοῦ ταύρου σὺν τῇ ὑπὸ τὴν φορίνην, ἤγουν ὑπὸ τὸ δέρμα πιμελῇ» Εὐστ. 1915. 13· τὸ τραχηλιαῖον τοῦ βοὸς Ἡσύχ. ἐν λ. κόλλαπες· πιθ. διορθωτέον οὕτως ἀντὶ τραχηλιμαῖος παρὰ Στράβ. 127, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 558.

Greek Monolingual

-α, -ο / τραχηλιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τράχηλο ή αυτός που βρίσκεται γύρω από τον τράχηλο, τραχηλικός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τραχηλιαῖον
το μέρος γύρω από τον τράχηλο («τὸ τραχηλιαῖον τοῦ βοός», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νεφριαίος)].

Greek Monotonic

τρᾰχηλιαῖος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στον τράχηλο, που βρίσκεται στον τράχηλο, μέρος του τραχήλου, σε Στράβ.

Middle Liddell

τρᾰχηλιαῖος, η, ον
of, on, or from the neck, Strab.

German (Pape)

vom, am Halse, ihn betreffend, Sp.; die Form τραχηλιμαῖος bei Strab. ist zweifelhaft.