ἐμβροχή: Difference between revisions
Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emvrochi | |Transliteration C=emvrochi | ||
|Beta Code=e)mbroxh/ | |Beta Code=e)mbroxh/ | ||
|Definition=ἡ, (ἐμβρέχω) < | |Definition=ἡ, ([[ἐμβρέχω]])<br><span class="bld">A</span> [[infusion]], Dsc.1.43; [[embrocation]], Antyll. ap. Orib.9.22.1, Plu.2.42c.<br><span class="bld">II</span> ([[βρόχος]]) [[noose]], [[halter]], Luc.''Lex.''11. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ῆς (ἡ) :<br />fomentation, lotion.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβρέχω]].<br /><span class="bld">2</span>ῆς (ἡ) :<br />nœud coulant, lacet.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[βρόχος]]. | |btext=<span class="bld">1</span>ῆς (ἡ) :<br />[[fomentation]], [[lotion]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβρέχω]].<br /><span class="bld">2</span>ῆς (ἡ) :<br />[[nœud coulant]], [[lacet]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[βρόχος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμβροχή:'''<br /><b class="num">I</b> ἡ [[ἐμβρέχω]] примочка, припарка (ἐ. καὶ [[κατάπλασμα]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ἡ [[βρόχος]] веревка с петлей Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἐμβροχή]])<br /><b>1.</b> το να εμβραχεί [[κάτι]], ύγρανση, [[μούσκεμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[διήθηση]] του δέρματος νεκρού εμβρύου από το αμνιακό [[υγρό]]<br /><b>2.</b> [[μέθοδος]] εκχύλισης δρόγης για [[παραλαβή]] τών δραστικών συστατικών της<br /><b>αρχ.</b><br />[[έμβρεγμα]], [[κομπρέσα]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐμβροχή]], η (Α)<br />[[βρόχος]], [[αγχόνη]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἐμβροχή]])<br /><b>1.</b> το να εμβραχεί [[κάτι]], ύγρανση, [[μούσκεμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[διήθηση]] του δέρματος νεκρού εμβρύου από το αμνιακό [[υγρό]]<br /><b>2.</b> [[μέθοδος]] εκχύλισης δρόγης για [[παραλαβή]] τών δραστικών συστατικών της<br /><b>αρχ.</b><br />[[έμβρεγμα]], [[κομπρέσα]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐμβροχή]], η (Α)<br />[[βρόχος]], [[αγχόνη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, (ἐμβρέχω)
A infusion, Dsc.1.43; embrocation, Antyll. ap. Orib.9.22.1, Plu.2.42c.
II (βρόχος) noose, halter, Luc.Lex.11.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
nudo corredizo ἀπηγχόνησά τε αὐτὸν καὶ παρέλυσα τῆς ἐμβροχῆς Luc.Lex.11; cf. βρόχος.
-ῆς, ἡ
1 remojo, maceración de rosas en aceite, Dsc.1.43.3.
2 medic. embrocación, fomento Damocr. en Gal.13.1001, Crit.Hist. en Gal.13.878, ἐ. ἐλαίου ὀμφακίνου ψυχροῦ Gal.14.314, cf. Antyll. en Orib.9.22.1, Plu.2.42c, Ign.Pol.2.1, Luc.Ocyp.88, PTurner 14.14 (II d.C.), Paul.Aeg.3.43.2, 6.74.4, ἐμβροχαὶ δὲ τῇ κεφαλῇ Anon.Med.Acut.Chron.1.3.4, ἐμβροχὴ δι' ἐλαίου τε καὶ ἀψινθίου Gal.10.572, cf. Anon.Med.Acut.Chron.21.3.2.
German (Pape)
[Seite 807] ἡ, das Einweichen, Anfeuchten, Galen.; der feuchte Umschlag, Plut. de audit. 6. – Bei Luc. Lexiph. 11 die Schlinge zum Aufhängen.
French (Bailly abrégé)
1ῆς (ἡ) :
fomentation, lotion.
Étymologie: ἐμβρέχω.
2ῆς (ἡ) :
nœud coulant, lacet.
Étymologie: ἐν, βρόχος.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβροχή:
I ἡ ἐμβρέχω примочка, припарка (ἐ. καὶ κατάπλασμα Plut.).
II ἡ βρόχος веревка с петлей Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβροχή: ἡ, = ἔμβρεγμα, Πλούτ. 2. 42C, ἔνθα ἴδε Wyttenb. ΙΙ. (βρόχος), θηλειά, ἀγχόνη, Λουκ. Λεξιφ. 11.
Greek Monolingual
(I)
η (Α ἐμβροχή)
1. το να εμβραχεί κάτι, ύγρανση, μούσκεμα
νεοελλ.
1. η διήθηση του δέρματος νεκρού εμβρύου από το αμνιακό υγρό
2. μέθοδος εκχύλισης δρόγης για παραλαβή τών δραστικών συστατικών της
αρχ.
έμβρεγμα, κομπρέσα.
(II)
ἐμβροχή, η (Α)
βρόχος, αγχόνη.