μονομαχικός: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(25) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monomachikos | |Transliteration C=monomachikos | ||
|Beta Code=monomaxiko/s | |Beta Code=monomaxiko/s | ||
|Definition= | |Definition=μονομαχική, μονομαχικόν,<br><span class="bld">A</span> of or [[in single combat]], μ. φιλοτιμία Plb.1.45.9.<br><span class="bld">II</span> [[gladiatorial]], φάρμακον Aët.15.13; χρήματα D.C.72.19. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] ή, όν, zum Zweikampfe gehörig, [[φιλοτιμία]], Pol. 1, 45, 9; gladiatorius, D. Cass. 72, 19. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] ή, όν, zum Zweikampfe gehörig, [[φιλοτιμία]], Pol. 1, 45, 9; gladiatorius, D. Cass. 72, 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui convient pour un combat singulier]];<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> de gladiateur.<br />'''Étymologie:''' [[μονομάχος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μονομᾰχικός:''' [[свойственный участникам единоборства]] ([[φιλοτιμία]] Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονομᾰχικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μονομαχίαν ἢ ἐν μονομαχίᾳ συμβαίνων, μ. [[φιλοτιμία]] Πολύβ. 1. 45, 9. ΙΙ. μονομαχικὰ χρήματα, χρήματα συναθροιζόμενα [[χάριν]] μονομαχιῶν, Δίων Κ. 72. 19. | |lstext='''μονομᾰχικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μονομαχίαν ἢ ἐν μονομαχίᾳ συμβαίνων, μ. [[φιλοτιμία]] Πολύβ. 1. 45, 9. ΙΙ. μονομαχικὰ χρήματα, χρήματα συναθροιζόμενα [[χάριν]] μονομαχιῶν, Δίων Κ. 72. 19. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μονομαχικός]], -ή, -όν (Α) [[μονομάχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβαίνει στη [[μονομαχία]]<br /><b>2.</b> αυτός που προορίζεται για τους μονομάχους («μονομαχικά χρήματα», Δίων. Κάσσ.). | |mltxt=[[μονομαχικός]], -ή, -όν (Α) [[μονομάχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβαίνει στη [[μονομαχία]]<br /><b>2.</b> αυτός που προορίζεται για τους μονομάχους («μονομαχικά χρήματα», Δίων. Κάσσ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μονομᾰχικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή συμβαίνει στη [[μονομαχία]], σε Πολύβ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μονομᾰχικός, ή, όν<br />of or in [[single]] [[combat]], Polyb. [from μονομᾰ́χος] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
μονομαχική, μονομαχικόν,
A of or in single combat, μ. φιλοτιμία Plb.1.45.9.
II gladiatorial, φάρμακον Aët.15.13; χρήματα D.C.72.19.
German (Pape)
[Seite 204] ή, όν, zum Zweikampfe gehörig, φιλοτιμία, Pol. 1, 45, 9; gladiatorius, D. Cass. 72, 19.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui convient pour un combat singulier;
2 à Rome de gladiateur.
Étymologie: μονομάχος.
Russian (Dvoretsky)
μονομᾰχικός: свойственный участникам единоборства (φιλοτιμία Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
μονομᾰχικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μονομαχίαν ἢ ἐν μονομαχίᾳ συμβαίνων, μ. φιλοτιμία Πολύβ. 1. 45, 9. ΙΙ. μονομαχικὰ χρήματα, χρήματα συναθροιζόμενα χάριν μονομαχιῶν, Δίων Κ. 72. 19.
Greek Monolingual
μονομαχικός, -ή, -όν (Α) μονομάχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβαίνει στη μονομαχία
2. αυτός που προορίζεται για τους μονομάχους («μονομαχικά χρήματα», Δίων. Κάσσ.).
Greek Monotonic
μονομᾰχικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή συμβαίνει στη μονομαχία, σε Πολύβ.
Middle Liddell
μονομᾰχικός, ή, όν
of or in single combat, Polyb. [from μονομᾰ́χος]